Ρώμη '69. Ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μαρία Φαραντούρη, μετά από χρόνια σιωπής, λεύτεροι να είναι πάλι Έλληνες με τις οδυνηρές μνήμες της δικτατορίας να αργοσβήνουν στο χρόνο, θα τραγουδήσουν σε ένα μεγάλο θέατρο. Διαβολική σύμπτωση ο Μάνος Χατζιδάκις, στη Ρώμη, εγκατεστημένος σ' ένα παλιό αρχοντικό που του είχαν διαθέσει για να γράψει τη μουσική οι παραγωγοί μιας ταινίας, μέρος της δόξας του ιταλικού κινηματογράφου.
Στο μυαλό μου θα εισβάλει μια ιδέα, με μια πρόφαση που δεν θυμάμαι πια, μαγειρεύω μια διαβολική συνάντηση. Στο σαλόνι του παλιού αρχοντικού σμίγουν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, αμήχανοι και οι δύο, αλλά έτοιμοι να πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Έτσι κι έγινε. Τα δύο φοβερά τέρατα, οι δύο τροβαδούροι του ελληνικού λαού αγκαλιασμένοι κάτω από τη σκεπή ενός ξένου σπιτιού, μιας ξένης χώρας, ενός ξένου λαού. Το βράδυ, στον μεγάλο χώρο της συναυλίας, η Μαρία Φαραντούρη άγιασε με τη φωνή της τον αέρα και σκόρπισε στους τέσσερις ανέμους τις μουσικές του Μίκη και τα λόγια του Ρίτσου, τον Ελύτη και τον Σεφέρη. Η Ελλάδα παρούσα και οι χιλιάδες θεατές μετέχουν με συγκίνηση και σιγοτραγουδάνε τις μουσικές του Μίκη.
Παρίσι-H Επιστροφή: Δεν ρώτησα κανέναν και χώθηκα στο αεροπλάνο της Μελίνας. Ήταν αυτονόητο πως η παρέα της δημιουργούσε ένα είδος διαβατηρίου. Με το πρώτο αεροπλάνο φορτωμένο με τη λαχτάρα της επιστροφής στην πατρίδα πατάω το πόδι μου στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Στην Αθήνα ο λαός ενθουσιασμένος περίμενε κάθε αεροπλάνο, για να καλωσορίσει τους Έλληνες της ξενιτιάς. Ο Καραμανλής ήτανε ο πρώτος και ακολούθησε η Μελίνα και εμείς από πίσω. Αποθέωση σε κάθε άφιξη. Εμείς γρήγορα πήραμε μέρος στη διαμόρφωση μια κοινωνίας που υποσχόταν μια νέα Ελλάδα. Στους δρόμους και στα μεγάλα γήπεδα ηχούσανε τα τραγούδια του Θεοδωράκη και ζητωκραυγάζανε για την καινούργια Δημοκρατία. Ο στερημένος λαός απαιτούσε Δημοκρατία και Ελευθερία. Τα μεγάλα γήπεδα δεν χωράγανε πια τον ενθουσιασμένο κόσμο που ήθελε να δει από κοντά τους Έλληνες που κρατήσανε στους ώμους τους τη μακρινή εικόνα της Ελλάδας. Χαθήκαμε και εμείς μέσα στο πλήθος. Σιγά σιγά μάζεψα γύρω μου τους καλύτερους οπερατέρ, γίναμε εφτά και χυθήκαμε μέσα στη μάζα, καταγράφοντας με τις κάμερες την υπέροχη εικόνα του ξεσηκωμένου λαού. Ο Φίνος πρόσφερε τα εργαστήρια και βοήθησε όσο γινόταν στη γρήγορη κατασκευή-καταγραφή εικόνων –θα έπρεπε να πω- ενός λαού και μιας ευλογημένης ώρας. Ονόμασα την ταινία ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ και με αυτόν τον τίτλο σήμερα δύο γενιές αργότερα η τηλεόραση, η τότε ΕΡΤ, τρέφονταν με αυτές τις αλησμόνητες ώρες, Στο μεταξύ η καινούργια τάξη απαιτητική ζήταγε και απαιτούσε να μπούνε σφραγίδες και ημερομηνίες σε αυτή τη μοναδική ίσως αφύπνιση του λαού. Ένα ενθύμιο μνήμης για όσους έζησαν μία επανάσταση που τράφηκε στους δρόμους και στα γήπεδα. Τα γεγονότα που καταγράφονται στην ταινία είναι από τον Ιούλιο του 1974 έως τις 23 Νοέμβρη του ’74. Στο επίκεντρο καταγράφονται δύο μεγάλες συναυλίες, μία στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και η άλλη στο γήπεδο του Καραϊσκάκη.
Πρωτοστατεί ο μεγάλος αθάνατος Μίκης Θεοδωράκης που καλύπτει με μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα το χώρο. Και μετά οι μεγάλες μορφές του ελληνικού τραγουδιού και θεάτρου: Φραντούρη, Καλογιάννης, Ξυλούρης, Λοΐζος, Μαρκόπουλος, Νταλάρας, Μελίνα, Μαρίζα Κωχ, Ξαρχάκος, Γαργανουράκης, Κατράκης, Καζάκος, Λιζέτα Νικολάου…. […] Στη συνέχεια καταγράφονται οι πορείες για την επέτειο του Πολυτεχνείου, η συνέντευξη ενός αγωνιστή κατά της Χούντας, του Χρήστου Ρεκλείτη, και τα επίπονα βασανιστήρια του από τους χουντικούς βασανιστές. Και τέλος, η κηδεία του Γραμματέα της Νεολαίας του Σοσιαλιστικού κόμματος της Κύπρου, Δώρου Λοΐζου στην Κύπρο. Τραγικές φιγούρες στο φακό η μάνα του και η γυναίκα του ν’ ακολουθούν τη νεκρώσιμη πομπή στο νεκροταφείο. Θέλησα να κάνω να δουλέψει διπλά αυτό το υλικό. Πληροφοριακά και συγκινησιακά συγχρόνως. Και ακόμα διεγερτικά. Δίνω μεγάλη σημασία σ’ αυτήν την τελευταία λειτουργία. Η χούντα έπεσε. Το Πολυτεχνείο ξέπλυνε τη ντροπή ως ένα σημείο, γιατί η μεγάλη μερίδα του λαού δεν έκανε τίποτα για να πέσει η χούντα. Η χούντα έπεσε και στην Κύπρο. Ήταν η πρώτη φορά που μ’ ένοιαζε πόσοι θεατές θα τη δούνε. Έστειλα την ταινία όπου μπορούσα, στις άκρες της γης όπου υπήρχαν Έλληνες, εργάτες, εφοπλιστές, ταβερνιάρηδες, φοιτητές, μετανάστες, ναυτικοί… [..]
0 comments :
Post a Comment