Πάει άλλος ένας χρόνος και μάλιστα «επετειακός» όσον αφορά στο μεγάλο Έλληνα λογοτέχνη, Νίκο Καζαντζάκη, καθώς συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τον θάνατό του (26 Οκτωβρίου του 1957 στο Φράισμπουργκ από λευχαιμία) και το Υπουργείο Πολιτισμού αναγνώρισε επισήμως το 2017 ως «Έτος Νίκου Καζαντζάκη». Εκείνο που δε γνωρίζει ίσως ο πολύς κόσμος, είναι ότι σαν σήμερα κάνει πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη η κινηματογραφική μεταφορά ενός από τα πιο γνωστά και αναγνωρισμένα του βιβλία, «Ο Βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» με τον αγγλικό τίτλο «Zorbas the Greek» σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, παραγωγή του ιδίου και της 20th Century Fox Corporation και πρωταγωνιστές τους Άντονι Κουίν και Άλαν Μπέιτς, ενώ στο ρόλο της μαντάμ Ορτάνς η Λίλα Κέντροβα κερδίζει τελικά το 1965 το Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου, ρόλος που είχε αρνηθεί η Γαλλίδα Σιμόν Σινιορέ, η οποία, αν και ήρθε στην Ελλάδα και βρέθηκε στην Κρήτη για τα γυρίσματα της ταινίας, μόλις πληροφορήθηκε ότι έπρεπε να της προστεθούν κάποια χρόνια με ειδικό μακιγιάζ, πανικοβλήθηκε και αποχώρησε. Τελικά η ταινία απέσπασε άλλα δύο Όσκαρ, ασπρόμαυρης φωτογραφίας στον Γουόλτερ Λάσαλι και καλλιτεχνικής διεύθυνσης και σκηνικών στο Βασίλη Φωτόπουλο, ενώ προτάθηκε επίσης για άλλα τέσσερα: «Καλύτερης Ταινίας», «Α’ Ανδρικού Ρόλου», «Σκηνοθεσίας» και «Διασκευασμένου Σεναρίου».

Ας ενσκήψουμε όμως περισσότερο στο «πρώτο υλικό», το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο ολοκληρώθηκε στα 1943 και εκδόθηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1946 από τις εκδόσεις Δημητράκου, ενώ το 1947 κυκλοφορεί στο Παρίσι και με την επανέκδοσή του εκεί το 1954 βραβεύεται ως «Το Καλύτερο Βιβλίο της Χρονιάς». Ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου σημειώνει: «Πολλές φορές πεθύμησα να γράψω το βίο και την πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, ενός γέρου εργάτη που πολύ αγάπησα. (…) με έμαθε να αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο. Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς: την πρωτόγονη ματιά(…)τη δημιουργική, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα. (…) Όταν συλλογίζομαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία κι οι δάσκαλοι για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή και τι λιονταρίσιο μυαλό για θροφή με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την οργή και τη θλίψη μου». Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο είναι υπαρκτό. Πρόκειται για έναν γέρο εργάτη του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Γεώργιος Ζορμπάς, με τον οποίο το 1917 ο Καζαντζάκης προσπάθησε να εκμεταλλευτούν ένα λιγνιτωρυχείο στην Πραστόβα της Μάνης. Στην ταινία τα πραγματικά γεγονότα τροποποιούνται για τις ανάγκες της, καθώς τα γυρίσματα έγιναν στην Κρήτη, η οποία, όσο αυτά διήρκεσαν, ιδίως μετά την άφιξη στο νησί του Άντονι Κουίν αλλά και έπειτα, έγινε το κέντρο του κινηματογραφικού ενδιαφέροντος διεθνώς. Ο Φρέντυ Γερμανός σε ρεπορτάζ του από τα γυρίσματα της σημειώνει στις Εικόνες της εποχής: «Ο Α. Κουίν μονοκόμματος, πελώριος και αξύριστος είναι ένας τέλειος Ζορμπάς» ενώ ο σκηνοθέτης της ταινίας, Μιχάλης Κακογιάννης, δηλώνει εκ των υστέρων: «Η αποκάλυψη της ταινίας είναι οι Κρητικοί κομπάρσοι».

Αποκάλυψη της ταινίας βέβαια υπήρξε και η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη που τιμήθηκε το 1970 με το βραβείο BAFTA για πρωτότυπη μουσική για ταινία, ενώ το 1966 προτάθηκε για το βραβείο GRAMMY. Πρόκειται για ένα ορχηστρικό τραγούδι που συμπεριλήφθηκε στο soundtrack της ταινίας αλλά κυκλοφόρησε και σε single μαζί με το «Στρώσε το στρώμα σου» από την RCA VICTOR. Η χορογραφία ανήκει στον Γιώργο Προβιά, έναν οικοδόμο, που τα βράδια, για να αυξήσει το εισόδημά του, χόρευε παραδοσιακούς και λαϊκούς χορούς σε ένα νυχτερινό μαγαζί στο Αιγάλεω. Σε αυτόν τον απλό βιοπαλαιστή ανήκει ουσιαστικά το συρτάκι, που δεν ήταν ένας παλιός παραδοσιακός χορός, αλλά μία έμπνευση του Προβιά που συνταιριάζει το χασάπικο με το χασαποσέρβικο και αποτελεί τα βήματα του Α. Κουίν στη σκηνή της ταινίας στην παραλία του χωριού Σταυρός, όπου ο «καλαμαράς» Μπάζιλ ζητά από το Ζορμπά να του μάθει να χορεύει. Το λυπηρό είναι ότι το όνομα του ερασιτέχνη χορογράφου δε γράφτηκε, εξαιτίας της τεράστιας για την εποχή αποζημίωσης που ζήτησε από την παραγωγή για την απουσία του το νυχτερινό μαγαζί όπου εργαζόταν, ούτε στους τίτλους της ταινίας. Κι όμως! Ο Προβιάς είχε τουλάχιστον ένα κοινό με τον αυθεντικό ήρωα του Ν. Καζαντζάκη: χόρευε μέσα από την ψυχή του. «Ένας διάολος είναι μέσα μου και φωνάζει και κάνω ό, τι μου πει. Κάθε που πάω να πλαντάξω, φωνάζει: Χόρεψε! Και χορεύω. Ξεπλαντιάζω. Μια φορά που πέθανε το παιδί μου, ο Δημητράκης μου, στη Χαλκιδική, έτσι σηκώθηκα πάλι και χόρεψα. Οι συγγενείς και οι φίλοι που με κοίταζαν να χορεύω μπροστά από το λείψανο, χύθηκαν να με πιάσουν. (…) τη στιγμή εκείνη αν δε χόρευα, θα τρελαινόμουν απ’ τον πόνο». 

Ο Άντονι Κουίν το 1995 ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Μίκη Θεοδωράκη να παραστεί στη συναυλία που έδωσε τότε στην πλατεία Koenigsplatz του Μονάχου και χόρεψε μαζί του επί σκηνής το «Ζορμπά». Στο τέλος, απευθυνόμενος στο ενθουσιώδες κοινό που τους χειροκροτούσε για πολλή ώρα, είπε: «Θέλω να ξέρετε ότι η μουσική του Ζορμπά είναι η μουσική της ζωής». Κι ο Καζαντζάκης στο βιβλίο του γράφει: «Κατάλαβα πως ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσο καιρό ζητούσα και δεν τον έβρισκα˙ μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή(…) Τι θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος – ο εργάτης ετούτος μου το ξεδιάλυνε με τα πιο ανθρώπινα λόγια.»

Είναι τόσα αυτά που σημείωσα στο βιβλίο διαβάζοντας, σε μία παλιά έκδοση «ΔΩΡΙΚΟΣ» με αριθμό αντιτύπου 1118 και υπογραφή της Ελένης Καζαντζάκη στην τελευταία σελίδα και λυπάμαι που δεν μπορώ να τα μοιραστώ. Έχω όμως κάποια σημεία που νομίζω αξίζει να μεταφερθούν, γιατί οι σκέψεις προέρχονται από μία απύθμενη ψυχή και ένα νου κριτικό, που ταξίδεψε σχεδόν σε όλον τον κόσμο για να γράψει την «Οδύσσεια» του και που, μέσα σε όλα τα άλλα που έκανε, θυμήθηκε και τον εργάτη Ζορμπά που με τη γνήσια λαϊκή ελληνική ψυχή του τού δίδαξε, όπως ο ίδιος γράφει, «πιο πολλά κι από τα βιβλία».

Παραθέτω:

«Αυτό θα πει ελευτεριά, συλλογιζόμουν. Νάχεις ένα πάθος, να μαζεύεις χρυσές λίρες και ξαφνικά να νικάς το πάθος και να σκορπάς το θησαυρό σου στον αγέρα!»

–  Τι κι αν σήμερα λοιπόν η ευμάρεια λείπει; Το ζητούμενο είναι να μη χάνουμε την αυτοκυριαρχία μας.

«Τι ναι πάλι αυτό το κόκκινο νερό, αφεντικό, μου λες; Ένα παλιοκούτσουρο πετάει βλαστούς, κρέμουνται κάτι ξινά μπιχλιμπίδια κι ο καιρός περνάει, ο ήλιος τα ψήνει, γίνουνται γλυκά σαν το μέλι και τα λέμε τότε σταφύλια, τα πατούμε, βγάζουμε το ζουμί τους, το βάνουμε στα βαρέλια, βράζει μοναχό του, το ανοίγουμε του Άη Γιώργη του Μεθυστή τον Οχτώβρη και βγαίνει το κρασί! Τι θάμα είναι πάλι αυτό; Το πίνεις το κόκκινο το ζουμί κ’ η ψυχή μεγαλώνει, δεν τη χωράει πια το παλιοτόμαρο, φωνάζει του Θεού να παλέψουν. Τι’ ναι αυτά, αφεντικό, δε μου λες;»

–  Πότε γιορτάζει ο Άη Γιώργης ο Μεθυστής τον Οχτώβρη και πότε βγαίνει το κρασί; Κι η ψυχή; Πότε και πώς μεγαλώνει;

«- Τόχεις προσέξει, εφεντικό; Μου είπε τέλος˙ οι πέτρες στον κατήφορο ζωντανεύουν!
Δε μίλησα, μα η χαρά μου ήταν πολλή. Όμοια οι μεγάλοι οραματιστές, όμοια οι μεγάλοι ποιητές, βλέπουν τα πάντα για πρώτη φορά. Κάθε πρωί βλέπουν μπροστά τους καινούριο κόσμο˙ δε βλέπουν καινούριο κόσμο, τον δημιουργούν.»

–  Δημιουργούν οι Έλληνες τέχνη ακόμη. 1500 θέατρα ανεβάζουν παραστάσεις τούτη την ώρα που μιλάμε στην Αθήνα και πολλοί από αυτούς μοιάζουν με πέτρες που κατρακυλούν και βγάζουν ήχο σαν εκείνον που ακούγονταν στις γειτονιές από τα τρίγωνα των παιδιών που τραγούδαγαν τα κάλαντα: «Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε, παρά σας αγαπήσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε!»

«Είμαι ο δάσκαλος του χωριού και σας γράφω για να σας αναγγείλω τη θλιβερή είδηση πως ο Αλέξης Ζορμπάς, πούχε εδώ ορυχείο λευκόλιθου, πέθανε την περασμένη Κυριακή, στις έξι το απόγεμα. Στο ψυχομάχημά του με φώναξε:

Έλα εδώ, δάσκαλε, μούπε, έχω τον  τάδε φίλο στην Ελλάδα˙ άμα πεθάνω, γράψε του πως πέθανα και πως, ως την τελευταία μου στιγμή, τάχα σωστά τα μυαλά μου, τετρακόσια, και τον θυμόμουν. Και πως ό, τι κι αν έκανα, δεν το μετανιώνω.(…) Έκαμα, έκαμα στη ζωή μου και πάλι λίγα έκαμα˙ άνθρωποι σαν εμένα έπρεπε να ζούνε χίλια χρόνια. Καληνύχτα!»

–  Ο Μίκης Θεοδωράκης ανακάλυψε το 1997 τον τάφο του αληθινού Ζορμπά στο νεκροταφείο Μπούτελ στα Σκόπια, ο οποίος πέθανε στα 1941.

Πέθανε. Μα πρώτα, έ – ζ – η – σ – ε.


Κείμενο: Σταυρούλα Αλπίτση

www.elculture.gr/