Γ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ "Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή."
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. ‘Ομως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
‘Ισως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Α. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
«Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.
Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε.
Οι δρόμοι είναι λευκοί.
Τ’ άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος»
Τ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
i) Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων
τα ποιήματα ανασαίνουν ζωντανά
και το καθαρό τους νόημα καθρεφτίζει παντού
μια φανταστική ευτυχία, που ποτέ δε θα πυρποληθεί.
ii) Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Τ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Κι είδα τα ανοιχτά παράθυρα
σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς
όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα
να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.
Κι η ποίηση είναι σαν να ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα
για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.
Ἂν δὲ μοῦ ῾δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.
Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.
Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Δὲν εἴμαστε ποιητὲς σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει ἐγκαταλείπουμε τὸν ἀγῶνα
Παρατᾶμε τὴ χαρὰ στοὺς ἀνίδεους
Τὶς γυναῖκες στὰ φιλιὰ τοῦ ἀνέμου
Καὶ στὴ σκόνη τοῦ καιροῦ
Σημαίνει πὼς φοβούμαστε
Καὶ ἡ ζωή μᾶς ἔγινε ξένη
Ὁ θάνατος βραχνὰς.
Ν. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία,
δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή.
Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού.
‘Οσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν,
να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν τη ζωή.
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά,
πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα.
όμως είμαι άνθρωπος κι εγώ, επιτέλους κουράστηκα, πως το λένε,
κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει;
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία.
Βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του.
Θ ΓΚΟΡΠΑΣ «ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ»
Δημοτικό τραγούδι
Χριστόπουλος ήχος μπουζουκιού
Κάλβος ήχος πλατάνων
Σολωμός ήχος γιασεμιών
Παλαμάς ήχος τίποτε
Μαλακάσης ήχος πόλεως σαν παίρνει να βραδιάζει
Καβάφης ήχος πόλεως προχωρημένο βράδυ
Βάρναλης ήχος του μέλλοντος από παλιές καμπάνες
Φιλύρας ήχος προπολεμικής ταβέρνας
Σικελιανός ήχος ματισμένος από αρχαίες πομπές και σύγχρονα φαγοπότια
Καρυωτάκης ήχος πόλεως που κοιμάται
Σεφέρης ήχος του παλαμικού τίποτε
Εμπειρίκος ήχος που συνεχίζεται μες στα ποιήματά μας
Λαϊκό τραγούδι
Θ ΓΚΟΡΠΑΣ
Ποίηση/ ανάμνηση από φίλντισι
Περίπατος τα ξημερώματα
Άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
Χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού
Κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
Φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες
Κλωνάρι που ταξιδεύει
Δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα
Ένα βιολί που παίζει μοναχό του
Αριθμός 7/της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα
Χαλκός χαλκωματένια- όλα τα παλιά γυαλίζω
Χρυσάφι για όλους ή για κανένα
Πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία
Παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης
Πεταλούδα που γλυτώνει απ’ τη φωτιά
Φωτιά που γλυτώνει απ’ τα νερά
Χαρά που γλυτώνει απ’ τα γεράματα
Βιολέτες σ’ άσπρο λαιμό
Άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό
Μαύρος ήλιος καλοκαιρινός
Άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος
Λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού
Νύχτα στρωμένη τσιγάρα λέξεις
Ο ΕΛΥΤΗΣ
Τι να σας κάνω μάτια μου και σας τους Ποιητές που μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες
Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα αντικείμενα…
Δεν πα’ να σας φωνάζουν- ούτ’ ένας σας δεν απαντά έξω χαλάει ο κόσμος καίγονται τα σύμπαντα
Τίποτα, σεις διεκδικείτε- να ‘ξερα με τι νου- τα δικαιώματά σας επί του κενού!
Σε καιρούς λατρείας του πλούτου ω της αμεριμνησίας αποπνέετε το μάταιο της ιδιοκτησίας
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ Ποιητές
Πώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν…
Βιολέτες κι ανεμώνες, ξεχασμένες στα ξένα
που πεθαίνετε παρτέρια, κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας…
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες, σ
το χώμα σας οι θύμησες κι οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκύτατο και παίζει
μ’ όλα τριγύρω τ’ άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψει
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν,
κι η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν
Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ
Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ "C R E D O"
( ω ς ε ί θ ι σ τ α ι ν α λ έ μ ε λ α τ ι ν ι σ τ ί )
Α
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού/ φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί γης /εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.
Β
Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.
Γ
Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν/ ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.
Δ
Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.
Ε
Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.
Ζ
Ο Ποιητής έχει τίποτα /βλέπε τους αναχωρήσαντες/.
Η
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ’ αρέσει. γελοιοποιεί την ύπαρξη. ας ανάψω απ’ τη μάνα μου.
Θ
Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ’ άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί. δε θα ’ρθει – δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.
Ι
Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.
Κ
Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα. Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.
Λ
Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού. τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχος του.
Μ
Στον αφρό δεν έχει διάρκεια. στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.
Ν
Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.
Ξ
Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας – γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!
Ο
Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.
Π
Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.
Ρ
Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.
Σ
Είναι ουραγός της μητέρας.
Τ
Ανέσπερος από ηλικία.
Υ
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.
Φ
Σε ανώτερη απελπισία.
Χ
Σε φαεινότερη πεμπτουσία.
Ψ
Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.
Ω
Συγχωρώντας τους πάντες.
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού/ φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί γης /εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.
Β
Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.
Γ
Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν/ ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.
Δ
Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.
Ε
Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.
Ζ
Ο Ποιητής έχει τίποτα /βλέπε τους αναχωρήσαντες/.
Η
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ’ αρέσει. γελοιοποιεί την ύπαρξη. ας ανάψω απ’ τη μάνα μου.
Θ
Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ’ άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί. δε θα ’ρθει – δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.
Ι
Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.
Κ
Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα. Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.
Λ
Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού. τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχος του.
Μ
Στον αφρό δεν έχει διάρκεια. στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.
Ν
Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.
Ξ
Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας – γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!
Ο
Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.
Π
Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.
Ρ
Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.
Σ
Είναι ουραγός της μητέρας.
Τ
Ανέσπερος από ηλικία.
Υ
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.
Φ
Σε ανώτερη απελπισία.
Χ
Σε φαεινότερη πεμπτουσία.
Ψ
Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.
Ω
Συγχωρώντας τους πάντες.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ "Κριτική της ποίησης"
Ε! τι καθόσαστε λοιπόν ποιητές
βγήτε στους δρόμους, καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβήτε στις αμαξοστοιχίες
να δήτε καθώς θ’ απαγγέλετε τα τραγούδια σας
ν’ ανθίζει μες στην καρβουνόσκονη σαν έν’ άσπρο τριαντάφυλλο
το γέλιο των μηχανοδηγών.
Πηγαίντε στη λαϊκή αγορά
ανάμεσα στις φωνές και τη μυρουδιά των λαχανικών.
Είναι εκεί μια αντρογυναίκα με ξυλοπάπουτσα
που αν χαμογελάσει με τους στίχους σας
σημαίνει πως κάτι φτιάξατε στη ζωή σας.
Γιατί αυτή η αντρογυναίκα με το πλατύ, βλογιοκομένο πρόσωπο
έχει τρία παιδιά σκοτωμένα
και δεν τόχει σκοπό να γελάσει με μυξάρικους στίχους.
Ανεβήτε με τα πριονοπέδιλα πάνω στους στύλους του τηλέγραφου
και τραγουδήστε και ξανατραγουδήστε
και κουνώντας σαν ένα τσαλακωμένο κασκέτο την καρδιά σας
χαιρετήστε
το μέλλον.
βγήτε στους δρόμους, καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβήτε στις αμαξοστοιχίες
να δήτε καθώς θ’ απαγγέλετε τα τραγούδια σας
ν’ ανθίζει μες στην καρβουνόσκονη σαν έν’ άσπρο τριαντάφυλλο
το γέλιο των μηχανοδηγών.
Πηγαίντε στη λαϊκή αγορά
ανάμεσα στις φωνές και τη μυρουδιά των λαχανικών.
Είναι εκεί μια αντρογυναίκα με ξυλοπάπουτσα
που αν χαμογελάσει με τους στίχους σας
σημαίνει πως κάτι φτιάξατε στη ζωή σας.
Γιατί αυτή η αντρογυναίκα με το πλατύ, βλογιοκομένο πρόσωπο
έχει τρία παιδιά σκοτωμένα
και δεν τόχει σκοπό να γελάσει με μυξάρικους στίχους.
Ανεβήτε με τα πριονοπέδιλα πάνω στους στύλους του τηλέγραφου
και τραγουδήστε και ξανατραγουδήστε
και κουνώντας σαν ένα τσαλακωμένο κασκέτο την καρδιά σας
χαιρετήστε
το μέλλον.
Μίλτος Σαχτούρης «Ο στρατιώτης ποιητής»
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω
Νίκος Εγγονόπουλος, Ποίηση 1948
τούτη η εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι' άλλα παρόμοια :
σαν πάει κάτι
να
γραφή
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων
θανάτου
γι' αυτό και
τα ποιήματά μου
είν' τόσο πικραμένα
(και πότε - άλλωστε - δεν είσαν;)
κι' είναι
- προ πάντων -
και
τόσο
λίγα
Μανόλης Αναγνωστάκης, Στον Νίκο Ε… 1949
Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)
Μανόλης Αναγνωστάκης - Ποιητική
-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.
0 comments :
Post a Comment