Γιάννη Ρίτσου «Εαρινή συμφωνία». Ένας ύμνος στην Αγάπη και την Άνοιξη...».











Η «Εαρινή συμφωνία» είναι η πρώτη εκτενής ποιητική συλλογή τού Γιάννη Ρίτσου με βασικό θεματικό μοτίβο την ερωτική αγάπη. Γράφτηκε το 1938 και, όπως δηλώνεται από τον τίτλο («Εαρινή συμφωνία»), ανήκει στην άνοιξη και τη μουσική.


Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση της φιλολόγου Χρύσας Προκοπάκη («Yannis Ritsos», Paris 1968, σ. 16) ότι όλοι σχεδόν οι τίτλοι των ποιημάτων τού Ρίτσου αυτής τής περιόδου είναι δανεισμένοι από τη μουσική («Το τραγούδι της αδελφής μου», «Το εμβατήριο του ωκεανού», «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» κ.ά.).

Ο ποιητής, την άνοιξη του 1938, βρισκόταν ακόμη στο Σανατόριο της Πάρνηθας· κι εκεί, ερχόμενος μάλιστα σε καθημερινή επαφή με την ανοιξιάτικη φύση, προαισθάνθηκε τον ερχομό τής προδιαγεγραμμένης από τη Μοίρα γυναίκας…
Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής…
Κ’ ήρθες εσύ.
«…Το σώμα του φυματικού αναπαύεται σε μια “λευκή χιονισμένη κορυφή”. Το πνεύμα του απολαμβάνει το απόλυτο που έχει εισβάλει στη ζωή του: τον τέλειο έρωτα, την ιδανική γυναίκα, τη λύτρωση από τον πόνο. Αυτή είναι η ύλη της “Εαρινής συμφωνίας”, ποιήματος ενός ζεύγους θνητών», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης («Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος», Αθήνα 1981, σ. 88).

Η άνοιξη, με την ουσιαστική αλλά και με την μεταφορική σημασία τής λέξης, εμφανίζεται ήδη από τους πρώτους στίχους τού έργου:

Έτσι σεμνός ανθρώπινος ακέριος
έτσι πασίχαρος κι αθώος
θα περάσω
κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες
των χαδιών σου
και θα ραμφίσω
το πάμφωτο τζάμι του έαρος…

Το ίδιο και η αγάπη… Η δυνατή, η απέραντη, η ολόφωτη αγάπη που υμνείται από τον Ρίτσο με μιαν ιδιαίτερη ευαισθησία, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία στροφή τού έργου. Ο ποιητής προαισθάνεται το πλησίασμα της μοιραίας γυναίκας, τον ερχομό τής μεγάλης αγάπης, και παρακαλεί να παραταθεί το μαγικό διάστημα της αναμονής, για να βιώσει αυτές τις «υπερπληρωμένες ώρες» όσο γίνεται περισσότερο… Η ηδονή τής αναμονής στην πιο εξαίσια έκφρασή της:

Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοι
ανταμώνονται
που δυο βαθειές φωνές
ζυγιάζονται
πάνω σε μια χορδή αργυρή
και μια σταγόνα δρόσου
σκιρτά και ταλαντεύεται
στ’ άνθος της νύχτας…
Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μας
μέσα στο βλέμμα των θεών
πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;
Κι αυτή η Αγαπημένη συνδέεται άμεσα με την ομορφιά τής φύσης, κατά τη διάρκεια τής άνοιξης…
Βηματίζεις
μέσα στα σκονισμένα δώματά μου
μ’ ένα πλατύ ανοιξιάτικο φόρεμα
που ευωδιάζει πράσινα φύλλα
φρεσκοπλυμένο ουρανό
και φτερά γλάρων
πάνω από θάλασσα πρωϊνή.
Μέσα στο βλέμμα σου ηχούν
κάτι μικρές φυσαρμόνικες
από κείνες που παίζουν
τα πολύ εύθυμα παιδιά
στις εαρινές εξοχές.

Η αγάπη, που ο Ρίτσος υμνεί στην «Εαρινή συμφωνία» του, είναι παντοδύναμη, αφού καταφέρνει μ’ έναν τρόπο κυριολεκτικά μαγικό να εξαλείψει το μελαγχολικό ημίφως τού ανούσιου παρελθόντος, να αναδημιουργήσει τον χρόνο, να ζωντανέψει την δίχως νόημα ανθρώπινη ύπαρξη…

Ξεκρέμασε και πέταξε
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
τις μελαγχολικές κορνίζες.
Εσύ μου ’φερες
τον καινούργιο καιρό
το φως της αυγής
και το αίμα μου.

Όπως ο κάθε ερωτευμένος άντρας λαχταρά να συνδέσει τη γυναίκα που αγαπά με το δικό του παρελθόν, έτσι και ο ιδανικός εραστής τής «Εαρινής συμφωνίας» οδηγεί την αγαπημένη του στην γενέτειρά του, και την εγκαθιστά στο έρημο πια πατρικό του σπίτι…

Πιασμένοι απ’ το χέρι
θα κατεβούμε τη μαρμάρινη σκάλα
που έχει φθαρεί απ’ τα βήματα
των φθινοπωρινών σκιών.
Πάμε στους αγρούς
να φορέσουμε στα δάχτυλα
τις παπαρούνες και τον ήλιο
και την καινούργια χλόη.
Στα μάτια σου δε λιμνάζει
μήτ’ ένας κόκκος ίσκιου.
Να ο ήλιος που τρέχει
μέσα στα δάση.
Δεν έχουμε αργήσει.

Στις παιδικές αναμνήσεις τού ερωτευμένου άντρα, κυριαρχεί η μορφή τού Χριστού…

Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών…
Αγαπημένη
κόβοντας χαμομήλια
και βλέποντας τη θάλασσα
θα ξαναπούμε
την παιδική μας δέηση
μαζί με τα πουλιά και με τα φύλλα.
Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα
των παιδικών εκκλησιών
θα τραγουδούν το τραγούδι
της τρυφερής Ναζαρέτ
πάνω απ’ τους πράσινους κάμπους.

Το έργο απ’ αρχής μέχρι τέλους αποπνέει μιαν άφατη τρυφερότητα και – συγχρόνως – ένα ερωτικό πάθος παράφορο κι ορμητικό…

O λόγος τού Ρίτσου κυλάει σαν το καθάριο νερό μιας αστείρευτης πηγής· τα γράμματα, οι συλλαβές, οι λέξεις, οι στίχοι και οι στροφές μοιάζουν με νότες μαγικές που συνθέτουν μεθυστικές μελωδίες…

Αγαπημένη
όλη η ψυχή μου τρέμει
φύλλωμα ευγνωμοσύνης.
Γονατισμένος προσεύχομαι.
Θεέ μου Θεέ μου
η αγάπη μου ’χε λείψει
για να χαρώ και να νοήσω
το μεγαλείο σου.

Στην «Εαρινή συμφωνία», η ιδανική ερωτική αγάπη, συνδεόμενη άμεσα με το θρησκευτικό αίσθημα, με τον ίδιο τον Θεό, προσλαμβάνει αναμφισβήτητα τη μορφή της αγιότητας…

Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου
γυμνός
δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.
Κανένα φως άλλο
να μην ισκιώνει το φως
που ανατέλλει απ’ τη σάρκα σου.
Η αγάπη
πιο μεγάλη
απ’ τη σιωπή
γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο
και γεμίζει το απέραντο χάσμα
με φτερά και λουλούδια.
Κλείνω τα μάτια.
Ζω κι αγαπώ.

Η ευδαιμονία των δύο εραστών τής «Εαρινής συμφωνίας» είναι ιερή και – ταυτόχρονα – αράγιστη κι αδιασάλευτη· το νεαρό ζευγάρι ζει «μές στην πλήρη στιγμή, μές στην αιωνιότητα». Hic et nunc! Εδώ και τώρα!

Ένας γόος ευτυχίας
ανεβαίνει απ’ τα σπλάχνα της γης
απ’ τα σπήλαια του δάσους
μές στην έκθαμβη νύχτα
διαπερνάει το χρόνο
και το διάστημα.
Μέσα του σφαδάζει
όλη η ζωή κι όλος ο θάνατος.

Με την απαράμιλλη ποιητική δεξιοτεχνία του, ο Ρίτσος εξαίρει το μεγαλείο τής αγάπης, αναλογιζόμενος συχνά και το μελαγχολικό εκείνο διάστημα της ζωής του, τότε που η αγάπη δεν είχε ακόμη κατακλύσει την άδεια ψυχή του…

Αγάπη Αγάπη
δε μου ’χες φέρει εμένα
μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω…
Τα τρυφερά λυκόφωτα
οι πράες καμπύλες των βουνών
και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε πού είσαι ω Αγάπη.
Μα εγώ δεν είχα τι ν’ αποκριθώ
κ’ έφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.
Οι ωχρές αυγές
ακουμπούσαν στο περβάζι μου
το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο
τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια
και με κοιτούσαν με πικρία
ζητώντας ν’ απολογηθώ…
Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες να ’ρθεις Αγάπη…
Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.
Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ’ αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.
Για σένα Αγάπη ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
είταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να ’βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
ω Αγάπη.

Ο ποιητής τής «Εαρινής συμφωνίας» είναι «ένα παιδί που κοιμήθηκε είκοσι οκτώ Απριλίους για να ξυπνήσει στα χέρια τής γυναίκας» που του είχε προορίσει η Μοίρα…

Πώς θα πληρώσεις τώρα
ένα θάνατο που ενταφιάστηκε
κάτω απ’ τη θωπεία σου;
ένα παιδί που κοιμήθηκε
εικοσιοκτώ Απριλίους
για να ξυπνήσει στα χέρια σου;

Κι όταν η Αγάπη φθάνει πια και κατακλύζει ολάκερη την ύπαρξή του, ο ποιητής παραληρώντας από άμετρη ευτυχία γράφει…

Σφίγγω το χέρι σου.
Τι μου λείπει
για να μισήσω τη ζωή;…
Ζεστή χρυσή μεσημβρία.
Σταθμός του Απείρου
- η καρδιά μας…
Απλώνουμε τα χέρια
στον ήλιο
και τραγουδάμε.
Το φως κελαϊδάει
στις φλέβες του χόρτου
και της πέτρας…
Πώς αγαπούμε
τα ερωτικά κορμιά μας…
Αγαπούμε
τον ουρανό και τη γη
τους ανθρώπους και τα ζώα
τα ερπετά και τα έντομα.
Είμαστε κ’ εμείς
όλα μαζί
κι ο ουρανός κ’ η γη.

Τώρα πια ο ποιητής ψάλλει το επικό μεγαλείο του απόλυτου έρωτα, την ακυβέρνητη ορμή του παράφορου και παντοδύναμου ερωτικού πάθους.

Το κορμί μας περήφανο
απ’ της χαράς την ομορφιά.
Το χέρι μας παντοδύναμο
απ’ την ορμή της αγάπης.
Μέσα στη φούχτα της αγάπης
χωράει το σύμπαν.
Άξιζε να υπάρξουμε
για να συναντηθούμε.



Ο ποιητής τής «Εαρινής συμφωνίας» νοσταλγεί τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, δίπλα στην αγαπημένη του· γλυκό καταφύγιο, η ζεστή αγκαλιά της · κι εκεί ξαναβρίσκει τη χαμένη του μητέρα.

Αγάπη εσύ μου ξανάφερες
τ’ άσπρα πουλιά της μητέρας
κι αυτή την άγκυρα που δένει
στο σιγανό λιμάνι
τα πληγωμένα καΐκια.
Όλη μου η ομορφιά συνάζεται
για να στολίσει τα μαλλιά σου.
Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό
που είταν δικό μου κ’ έμενε σαν ξένο
και μ’ είχε λησμονήσει
ξανάρχεται στα χέρια σου
να ζεσταθεί
να ξαναζήσει
και να σε φιλήσει.

Όμως, ο «αποχαιρετισμός πλησιάζει», αφού κάθε ανθρώπινο γεγονός εμπεριέχει τη φθορά και τελικά την καταστροφή του. Κι αυτός που απομακρύνεται είναι ο άντρας…

Όχι. Όχι.
Δε θέλω να φύγω.
Κράτησέ με.

Η θεϊκή ευδαιμονία των δύο ερωτευμένων δεν κράτησε παρά ελάχιστους μήνες· άνθισε με την άνοιξη, και μαράθηκε στο τέλος του φθινοπώρου…

Μας άγγιξε ψυχρό
το φθινοπωρινό λυκόφως…
Έρχεται η νύχτα.
Μια σιωπηλή αστραπή
ρυτιδώνει χαμηλά
τον ορίζοντα.
Παντού σαλεύουν
αποχαιρετισμών μαντήλια…

Η θνητή αγαπημένη βουλιάζει σιγά – σιγά στην εξαθλίωση, χωρίς να διαμαρτύρεται, χωρίς καν να μιλά, ενώ αντίθετα ο ποιητής φλέγεται από έναν πυρετό ζωντάνιας και δημιουργίας…

Αστράφτει ο κόσμος
έξω απ’ τη λύπη σου
φως κ’ αίμα
τραγούδι και σιωπή…
Ανοίχτε τα παράθυρα…
Αστράφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε.

Ο Παντελής Πρεβελάκης (σσ. 88 – 89) αναφέρει πως «Ο έρωτας που ο Ρίτσος υμνεί στην Εαρινή συμφωνία δεν είναι φαινόμενο κοινωνικό, αλλά θεμελιακό ένστικτο. Είναι μια ειμαρμένη που οδηγεί στην αποθέωση (Δάντης – Βεατρίκη) ή στο θάνατο (Ρωμαίος – Ιουλιέτα). Υπό αυτές τις συνθήκες, το ποίημα είναι γέννημα μεθυστικής ευφορίας…».

Πιστεύω πως όλοι προσυπογράφουμε την άποψη του Π. Πρεβελάκη ότι «το ποίημα είναι γέννημα μεθυστικής ευφορίας». Προσωπικά θα πρόσθετα πως το ποίημα είναι ταυτόχρονα και πρόκληση μεθυστικής ευφορίας για όλους μας…

Δεν ξέρω πια να τραγουδώ.
Σου ανήκω.
Η ζωή μού ανήκει.




www.palmografos.com

0 comments :

Post a Comment

Powered by Blogger.
back to top