Ύμνος εις την Ελευθερίαν - A' συναυλιακή εκτέλεση- Τσάμικος, Μάνος Χατζιδάκις, Νίκος Γκάτσος /Να 'τανε το '21 - Γιώργος Νταλάρας-Ο σκλάβος - Γ. Μαρκόπουλος-Η Θέλησή μου Βράχος ~ Λάκης Χαλκιάς, Γιάννης Μαρκόπουλος (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)




Στίχοι: Νίκος Γκάτσος

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς





Στα κακοτράχαλα τα βουνά

με το σουράβλι και το ζουρνά

πάνω στην πέτρα την αγιασμένη

χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.

Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής

κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής.



Δική τους είναι μια φλούδα γης

μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς

για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα

απ' το τσακάλι και την αρκούδα.

Δες πώς χορεύει ο Νικηταράς

κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.



Από την Ήπειρο στο Μοριά

κι απ' το σκοτάδι στη λευτεριά

το πανηγύρι κρατάει χρόνια

στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.

Κριτής κι αφέντης είν' ο Θεός

και δραγουμάνος του ο λαός. In the unreachable mountains

with the flute and the clarinet

on top of the holy rock

now dance three brave men

Nikephoros* and Digenes*

and the son of Anna Komnene****



Theirs is a piece of land

but you, Christ, bless them

so that they may save that piece of land
from the jackal and the bear
See how Nikitaras*- dances
and the tambura becomes a swallow

From Epirus to Morea*--
and from the darkness to freedom
the feast lasts for years
on Death's marble floors
God is the master and judge
And the people his interpreters.





Η ελληνική επανάσταση υπήρξε «τέκνο» του Διαφωτισμού,
του κινήματος που συνεπήρε τους ανθρώπους όπου Γης,
καθώς συνειδητοποιούσαν ότι η καθεστηκυία τάξη δεν είναι γραμμένη στην πέτρα, δια άπαντος καθαγιασμένη και ακλόνητη.
«Η ελληνική επανάσταση υπήρξε μια έξοχη στιγμή εκείνης της άνοιξης των λαών.
Όλες οι επαναστάσεις, όπως και η ελληνική, δημιούργησαν σε μεγάλο βαθμό τους λαούς που τις έκαναν.
Εμείς, ο λαός…
«Ο λαός λοιπόν, όλοι εμείς, φτιάχνεται από ελεύθερους και ίσους πολίτες, που αποφασίζουν για την κοινή μοίρα τους, ξεπερνώντας διακρίσεις όπως η φυλή, το γένος, η θρησκεία και η γλώσσα.
Όταν ο Ρήγας σχεδίαζε την “Νέα Πολιτική Διοίκηση’,
δηλαδή το σύνταγμα του κράτους που θα γεννιόταν με την επανάσταση έλεγε ότι:
“Ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες και Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς”.




Στίχοι: Ρήγας Φερραίος

Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης


Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή.





Και λευτερωθηκαμεν απο τους Τουρκους και σκλαβωθηκαμεν
εις ανθρωπους κακοριζικους
οπου ηταν η ακαθαρσια της Ευρωπης..
( Στρατηγος Μακρυγιαννης 1794¨-1864 )

...
Ξινισε το αθανατο κρασι του 21, στην ιστορια που δε διδαχτηκε ποτε, γιατι δεν συμφερει τις εξεδρες των ψηλων νανων, πως η Επανασταση αυτή ηταν εναντια στον Τουρκο αγα και τον Ελληνα κοτζαμπαση. «Το 21 κι η αληθεια του» είναι το ανειπωτο μυστικο, μη τυχον και μπουν ψυλλοι στα αυτια των σημερινων ραγιαδων. Σαν το μυστικο της ξεπαρθενεμενης θυγατερας, που κρατουν εφτακλειστο οι οικογενειακες συνωμοσιες, μη και μαθευτει η ομορφια του ερωτα. Μεσα σ αυτό το οικογενειακο μυστικο θαφτηκε επιπλεον

ο Νικηταρας ο τουρκοφαγος, αστεγος κσι ακλαφτος,
ο Οδυσσεας Ανδρουτσος, φυλακισμενος και δολοφονημενος από εγχωριους φονιαδες,
ο Καραϊσκακης , καθαιρεμενος και δολοφονημενος από ρουφιανο,
η Μαντω Μαυρογενους πεινασμενη και μονη και τοσοι αλλοι που τους επικαλουνται οι αδειοι πανηγυρικοι και τους κανουν στολες τα αποκριατικα παρτυ.
Φαινεται πως το αθανατο κρασι ειχε ξινισει απο τοτε που ειπε ο Μακρυγιαννης , 
« και λευτερωθηκαμεν από τους Τουρκους κι εσκλαβωθηκαμεν εις ανθρωπους κακοριζικους, οπου ηταν η ακαθαρσια της Ευρωπης».
25 Μαρτιου, για την ιστορια, υπογραφτηκε το μνημονιο της σύγχρονης σκλαβιας μας.
25. Μαρτιου 2013 εβαλαν και την Κυπρο σε επιτροπεια.
Για να επιβεβαιωθει η κακοτροπη ποιηση που προβλεψε, « ο εξευτελισμός αου θα είναι τέλειος! Η εκπορθηση θα φτασει ως τις ριζες των βουνων».

Οι ήρωες της Επανάστασης ξεχασμένοι και υπό διωγμό

Αφιέρωμα στην Επανάσταση του 1821 ● Δίκες, φυλακίσεις και φτώχεια ήταν το ευχαριστώ της ελεύθερης Ελλάδας για τους πρωτεργάτες της απελευθέρωσης ● Βαυαροί και Οθωνας εχθροί των αγωνιστών.
Οι πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους άρχισαν να γράφονται αμέσως μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό.
Αγωνιστές της Επανάστασης, κάποιοι σακατεμένοι από τις μάχες, χήρες και ορφανά γύριζαν στους δρόμους ρακένδυτοι ζητιανεύοντας ένα κομμάτι ψωμί. Αντίθετα, εκλεκτοί του Παλατιού και όσοι είχαν προσβάσεις στο φαύλο πολιτικό σύστημα της εποχής απολάμβαναν παχυλούς μισθούς και συντάξεις.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, που έμεινε στην ιστορία ως Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο στρατηγός Δημήτριος Μακρής, ο Φιλικός Παναγιώτης Σέκερης και ο νομομαθής Κρητικός Μανουήλ Βερνάρδος είναι μερικοί από τους αγωνιστές που θυσίασαν τα πάντα για την ελευθερία και πέθαναν πάμφτωχοι, ενώ υπάρχει και ένα πλήθος λιγότερο γνωστών πολεμιστών που ξεχάστηκαν στη δυστυχία τους.
Ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης περιγράφει, γλαφυρά, στ’ Απομνημονεύματά του αυτή την αθλιότητα σημειώνοντας (Βιβλίο Γ’, Κεφ. 4) μεταξύ άλλων:
«(…) οι αγωνισταί και χήρες των σκοτωμένων κι᾿ αρφανά παιδιά τους, κ’ εκείνοι οπού θυσιάσαν το δικόν τους στα δεινά της πατρίδος ας γκεζερούν (= περιπλανώνται άσκοπα) εις τους δρόμους ξυπόλυτοι και ταλαιπωρημένοι κι ας λένε “ψωμάκι”. Οι ακαθαρσίες της Κωσταντινόπολης και της Ευρώπης καρότζες, μπάλους, πολυτέλειες, λούσια (= λούσα) πλήθος. Αυτείνοι αφεντάδες μας κ’ εμείς είλωτές τους».
Ο Μακρυγιάννης ήταν από τους λίγους που είχαν αρχίσει να παίρνουν τον μισθό του βαθμού τους. Γι’ αυτόν ήταν 360 δραχμές, ένας πολύ καλός μισθός για την εποχή, αλλά όπως γράφει (Βιβλίο Γ’, Κεφ. 2):
«Είδα αυτό, και πέθαιναν και οι άνθρωποι εις τα παλιοκλήσια, οπλαρχηγοί κι’ άλλοι, κι’ από την πείνα κι’ από το κρύον, τότε στοχάστηκα: Οι αγωνισταί να πεθαίνουν της πείνας, κ’ εμείς να πλερωνώμαστε ολίγοι άνθρωποι; Εμείς οι ολίγοι φέραμεν την λευτεριά; Να κόψωμεν κ’ εμείς τον μιστόν μας, είτε να πάρουν και οι αδελφοί μας συναγωνισταί!».
Αυτή η πρόταση του Μακρυγιάννη και οι διαμαρτυρίες του στην Αντιβασιλεία προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των Βαυαρών, ενώ και ο αρχηγός του Γαλλικού Κόμματος και στέλεχος των πρώτων κυβερνήσεων Ιωάννης Κωλέττης τον κατηγόρησε ότι προετοίμαζε αντιμοναρχική επανάσταση…
Δυστυχώς, η θλιβερή αυτή κατάσταση συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα πολλοί αγωνιστές να προσδοκούν, μάταια, τη δικαίωσή τους με την απονομή ενός στρατιωτικού βαθμού βάσει της προσφοράς τους στο νεοσύστατο στράτευμα είτε με τη χορήγηση κάποιας αξιοπρεπούς σύνταξης.
«Σε κάποιους δόθηκαν καταχρηστικώς βαθμοί, σε άλλους δεν εδόθησαν οι ανάλογοι», είχε πει, στις 11 Ιουλίου 1849, σε συνεδρίαση της Γερουσίας (σ.σ. νομοθετικό σώμα που λειτούργησε παράλληλα με τη Βουλή) ένας γερουσιαστής, που δεν σώζεται το όνομά του, κατά τη συζήτηση νομοσχεδίου για την προικοδότηση με τη χορήγηση εθνικών γαιών σε ορφανές θυγατέρες στρατιωτικών.
Καθώς η προίκα ήταν βασικό ζήτημα για τον γάμο κάθε κοπέλας έγινε μεγάλη συζήτηση, αφού οι γερουσιαστές ζήτησαν τη χορήγηση ανάλογων αμοιβών για όλους τους αγωνιστές.
Ομως, ο υπουργός Οικονομικών και μετέπειτα πρωθυπουργός Δημήτριος Βούλγαρης, γνωστός με το προσωνύμιο «Τζουμπές» λόγω της μακριάς μπέρτας του, δεν δέχτηκε το αίτημα των γερουσιαστών επαναλαμβάνοντας μια υπόσχεση που είχε δοθεί από πολλούς υπουργούς, ότι για τους άλλους το θέμα θα λυθεί με το νομοσχέδιο για τη χορήγηση συντάξεων…
Μάταια, ένας γερουσιαστής τού θύμισε ότι η Εθνική Συνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 με το ψήφισμα 5 ζητούσε να οριστεί επιτροπή που θα εξέταζε ποιοι είχαν δικαίωμα απαίτησης αποζημιώσεων, αναφέροντας ακόμα πως «στην Ελλάδα, την εποχή του Αγώνα, δεν υπήρξε ιδιαιτέρα τάξη στρατιωτικών αλλ’ άπαντες επολέμησαν κατά δύναμιν, και συνεισέφεραν έκαστος διαφοροτρόπως εις τον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα. 
Μετά την άφιξη του Καποδίστρια έμεινε ένα στρατιωτικό σώμα και υπόλοιποι επανήλθαν στις οικιακές υποθέσεις τους ή στο πολιτικό στάδιο. Επειτα ελθούσα η Αντιβασιλεία θεώρησε αναγκαίο για την ασφάλεια του κράτους την ύπαρξη τακτικού στρατού, διώρισε δε και επιτροπή διά να εξετάση τας εκδουλεύσεις εκάστου των αγωνιστών και ανταμείψη αυτούς αναλόγως των εκδουλεύσεών των διά τους ανήκοντος βαθμού. Εγιναν πολλά παράπονα από διάφορους αγωνιστές».
Τα επόμενα χρόνια, οι ξεχασμένοι και αδικημένοι αγωνιστές, οι χήρες και τα ορφανά τους άρχισαν να στέλνουν αιτήματα προς τα υπουργεία, στις οποίες εξέθεταν τους αγώνες τους και ζητούσαν συνήθως οικονομική βοήθεια.
Τα αιτήματα, μετά την αναγκαστική παραχώρηση Συντάγματος από τον Οθωνα, άρχισαν να κατευθύνονται στη Βουλή και τη Γερουσία. Δυστυχώς, όμως, το αποτέλεσμα δεν άλλαξε. Παρότι τα δύο νομοθετικά Σώματα εμφανίζονταν να συνηγορούν στα αιτήματα, τα υπουργεία δεν έκαναν τίποτα…
Σε κάποιες περιπτώσεις, που προκαλούνταν συζήτηση στη Βουλή ή στη Γερουσία, συνήθως με αφορμή την εισαγωγή νομοσχεδίου για τη συνταξιοδότηση χηρών και ορφανών κάποιου πολιτικού, οι υπουργοί υπόσχονταν ότι σύντομα θα κατατεθεί νομοσχέδιο που θα ρυθμίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης όλων.
Μια τέτοια συζήτηση έγινε στις 28 Ιανουαρίου 1849 στη Γερουσία, όταν εισήχθη νομοσχέδιο «περί χορηγήσεως μηνιαίας συντάξεως εις την χήραν και τα ορφανά του Κωνσταντίνου Θ. Κολοκοτρώνη».
Το νομοσχέδιο προέβλεπε ότι θα χορηγούνταν μηνιαία σύνταξη 400 δραχμών, που αντιστοιχούσε στον μισθό του διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών-Πειραιώς, στη χήρα και στα τέσσερα ορφανά του τρίτου από τα τέσσερα παιδιά του γενναίου οπλαρχηγού, ο οποίος ήταν βουλευτής Γόρτυνος και υπουργός επί του Βασιλικού Οίκου και των Εξωτερικών Σχέσεων.
Τελικά, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε, αλλά ένας από τους γερουσιαστές παίρνοντας τον λόγο κάλεσε την κυβέρνηση για λόγους ίσης μεταχείρισης να παρουσιάσει, χωρίς άλλη αναβολή, νομοσχέδιο που θα κανονίζει τα προσόντα των συνταξιούχων. Με πρόταση άλλου γερουσιαστή εκδόθηκε και σύσταση προς τα υπουργεία, ενώ οι παριστάμενοι υπουργοί για μία ακόμα φορά διαβεβαίωναν ότι θα υλοποιηθεί η απόφαση της Γερουσίας.
Ομως, περίπου δύο χρόνια αργότερα αποδείχτηκε και πάλι ότι οι κυβερνήσεις της εποχής, ίσως για να συντηρήσουν ένα φαύλο σύστημα επιλεκτικών συνταξιοδοτήσεων, δεν προχωρούσαν στην καθιέρωση αντικειμενικών κριτηρίων συνταξιοδότησης.
Αφορμή έδωσε η προώθηση νομοσχεδίου «περί συντάξεως στην οικογένεια του δολοφονηθέντος υπουργού Ν. Κορφιωτάκη», το οποίο κατατέθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1850 στη Βουλή προβλέποντας σύνταξη 300 δραχμών τον μήνα για τη χήρα και τα τέσσερα ορφανά του Κορφιωτάκη (για την πολιτική δολοφονία Κορφιωτάκη βλ. «Εφ.Συν.»/«Νησίδες», φ. 19-20.10.2019).
Το ποσό θεωρήθηκε υπερβολικό καθώς, όπως αναφέρθηκε, την ίδια στιγμή η οικογένεια του Υδραίου ναυάρχου Αναστάσιου Τσαμαδού, ενός από τους επικεφαλής των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων στη Πτώση της Σφακτηρίας, έπαιρνε σύνταξη 80 δραχμές, του Οδυσσέα Ανδρούτσου 48 δραχμές και του στρατηγού Ανδρέα Γριβογιώργη, που έπεσε κατά την έξοδο του Μεσολογγίου, μόλις 8 δραχμές!
Για να σχηματίσει ο αναγνώστης μια πληρέστερη εικόνα της αξίας των χρημάτων και των οικογενειακών αναγκών της εποχής, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πολλές χήρες είχαν τη φροντίδα, εκτός των παιδιών τους, των ορφανών στενών συγγενών τους και σίγουρα των ηλικιωμένων γονέων. Για παράδειγμα, η Στάνα, χήρα του Γεωργάκη Ολύμπιου, εκτός από τα τρία παιδιά της, δύο αγόρια και ένα κορίτσι, φρόντιζε τρία ανίψια και την ηλικιωμένη μητέρα της με τη σύνταξη των 140 δραχμών που της είχε χορηγηθεί. Γι’ αυτό, η εφημερίδα «Συνένωσις» με αφορμή τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1845 έγραφε στο φύλλο εκείνης της ημέρας:
«Ο Γεώργιος Ολύμπιος ήτον πλούσιος αλλ’ ό,τι είχε μετά της ζωής του το έδωκεν εις το έθνος, εκτός άλλων ποσοτήτων, 65.000 δραχμών έδωκε εις μόνον τον Υψηλάντην. (…) Η οικογένεια του Γεωργίου Ολυμπίου εις Αθήνας ψωμοζητεί σήμερον, εκατόν τεσσαράκοντα δραχμών έχει σύνταξιν, οι δε υιοί της ανθυπολοχαγοί της τιμής δεν λαμβάνουσιν ουδένα μισθόν, με τοιαύτη μικράν σύνταξιν πώς δύναται να ζήση οικογένεια εκ δύο νεανιών, εκ μιας θυγατρός, εκ τριών ανεψιών και εκ μιας μητρός; (…) Οι υιοί του Γεωργίου Ολυμπίου δεν δύνανται να εξέλθωσιν της οικίας των επειδή οι αγκώνες των είναι τετρυπημένοι, η γυνή του Γεωργίου Ολυμπίου δεν έχει φόρεμα να εξέλθη και να παρακαλέση τους υπουργούς. Η ασθένεια προς τοις άλλοις δυστυχήμασι επέπεσε εις αυτόν τον οίκον (…) αυτή δε ετοιμάζεται γυμνή και εκτραχηλισμένη να φύγη από την Ελλάδα».






Γι’ αυτό, κάποιες χήρες με τις αιτήσεις τους εκλιπαρούσαν για αύξηση των πενιχρών συντάξεών τους, όπως η Αργυρή, χήρα του οπλαρχηγού από τη Μάνη Γεώργιου Καπετανάκη, από τους πρώτους που μπήκαν, στις 22 Μαρτίου 1821, στην Καλαμάτα, η οποία έπαιρνε σύνταξη 20 δραχμών και έπρεπε να προικίσει την κόρη της…
Το ίδιο ζητούσαν και αγωνιστές όπως ο Γεώργιος Αγγέλου, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, πέρα από το ότι είχε πολλά τραύματα από τις μάχες, έπρεπε να προικίσει δύο κορίτσια και η σύνταξή του ήταν μόλις 12 δραχμές!
Βέβαια, σε ακόμα χειρότερη κατάσταση βρίσκονταν οι οικογένειες των αγωνιστών που δεν έπαιρναν καθόλου σύνταξη, όπως του Νικηταρά του Τουρκοφάγου, που είχε πεθάνει, πάμφτωχος και άρρωστος, 15 μήνες νωρίτερα, του Λυκούργου Λογοθέτη (πραγματικό όνομα Γεώργιος Παπλωματάς), πολιτικού και στρατιωτικού ηγέτη της σαμιακής επανάστασης του 1821, του Τριαντάφυλλου Ι. Τζουρά, σημαντικού αγωνιστή που πολέμησε σε πολλές μάχες (άλωση Τριπολιτσάς, Δερβενάκια, εκστρατεία Ολύμπου, πολιορκία Ακρόπολης κ.α.) ως επικεφαλής στρατιωτικού σώματος «μισθωμένου εξ ιδίων», και άλλων.
Η επιτροπή της Βουλής στην έκθεσή της για τη συνταξιοδότηση της χήρας Κορφιωτάκη υπογράμμιζε ότι ανάλογης προστασίας είχαν ανάγκη «πολλαί χήραι και ορφανά ανδρών υπέρ πατρίδος πεσόντων (…) ούσαι ενδεείς και άποροι», τελικά έκανε θετική εισήγηση και η Ολομέλεια ενέκρινε, κατά πλειοψηφία, το σχετικό νομοσχέδιο.
Ομως, λίγες ημέρες αργότερα η Γερουσία, ύστερα από θυελλώδη συνεδρίαση, απέρριψε τη συνταξιοδότηση της χήρας του υπουργού!
Καταλυτικό ρόλο είχε παίξει η αγόρευση του λόγιου γερουσιαστή Γεώργιου Ψύλλα, που άσκησε αυστηρή κριτική προς την κυβέρνηση του Αντώνιου Κριεζή (Δεκέμβριος 1849-Μάιος 1854), ο οποίος πριν γίνει πρωθυπουργός ήταν μεγάλος αυλάρχης της Βασιλικής Αυλής…
Ο Ψύλλας είχε ζητήσει, μεταξύ άλλων, να σταματήσει η χορήγηση σύνταξης «ειδικώς εις πρόσωπα ατομικών συμπαθειών» και να κατατεθεί νομοσχέδιο που θα προβλέπει γενικούς όρους χορήγησης συντάξεων.
Τη στάση του επικρότησε και ο Μακρυγιάννης, ο οποίος στα Απομνημονεύματά του (Βιβλίο Δ’, Κεφ. 4) έγραψε, μεταξύ άλλων:
«Εις την Γερουσίαν το γκρέμισαν [το νομοσχέδιο] οι αξιοσέβαστοι Γερουσιασταί. (…) Ολα τα ταξίματα των υπουργών κι᾿ άλλα παρόμοια τα καταφρόνεσαν και τα καταφρονούν. Κι᾿ ο Γεώργιος Ψύλλας είναι πάντοτες το αγαθό τέκνο της πατρίδας, όπου μιλεί φρονίμως και πατριωτικώς εις το δίκιον και λέγει την γνώμη του ελεύτερα».
Τραγική ειρωνεία μοιάζει ότι ενώ πολλοί αγωνιστές του 1821 πέθαναν πάμφτωχοι και βλέποντας τις οικογένειές τους να δυστυχούν, ήρθε, μετά τον θάνατό τους, το κράτος να δώσει κάποιες συντάξεις-ψίχουλα στις χήρες τους. Κάτι τέτοιο έγινε με τη χήρα του Νικηταρά, Αγγελίνα, στην οποία απονεμήθηκε τελικά μόλις το 1854 μηνιαία σύνταξη 111 δραχμών και στη χήρα του Τζουρά, το 1853, 60 δραχμών…
Αντίθετα, είναι άγνωστο τι απέγινε με τη χήρα του Παναγιώτη Σέκερη (1783-1847), εύπορου εμπόρου και ηγετικού στελέχους της Φιλικής Εταιρείας, που διέθεσε όλη την περιουσία του για τις ανάγκες του Αγώνα.
Ο Σέκερης με την οικογένειά του επέστρεψαν, το 1830, από την Οδησσό στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο Ναύπλιο. Ομως, σεμνός καθώς ήταν δεν πήρε αξιώματα ούτε κάποια αξιόλογη δημόσια θέση. Μόνο κάποια στιγμή ξεκίνησε προσπάθειες για να αποζημιωθεί, κάπως, για την υλική και ηθική προσφορά του στον Αγώνα.
Με μια αναφορά του στη Βουλή, με ημερομηνία 1η Απριλίου 1845, ζητούσε μόνο να του δοθεί μια μικρή ιδιοκτησία «δι’ ης να ασφαλίση την ύπαρξίν του εις τα έσχατα του βίου του και να αποκταστήση τα αδύνατα μέλη της οικογενείας του».
Η Βουλή είδε, όπως πάντα, θετικά το αίτημα και το διαβίβασε στο υπουργείο Οικονομικών, απ’ όπου δεν έγινε τίποτα. Ο Σέκερης πέθανε πάμφτωχος στις 29 Ιανουαρίου 1847 και δύο χρόνια αργότερα, στις 10 Φεβρουαρίου 1849, η χήρα του ζητούσε, με δική της αναφορά, τη χορήγηση μηνιαίας σύνταξης…
Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με άλλους αγωνιστές, όπως ο Γεώργιος Κουφαργυράκος ή Κουφαργυράκης, από την Τρίπολη, που ζητούσε «μηνιαίαν σύνταξιν προς περίθαλψιν της πολυαρίθμου οικογενείας του». Κατέθεσε τουλάχιστον τρεις αναφορές στη Βουλή (18.8.1848, 29.1.1849 και 16.10.1849), που όλες αντιμετωπίστηκαν… θετικά, χωρίς να πάρει, τελικά, σύνταξη…
Δύο αναφορές είχε καταθέσει και ο Γεώργιος ή Κοσμάς Αρκαδοπολίτης, που είχε πολεμήσει δίπλα στους Νικηταρά, Καραϊσκάκη, Οδυσσέα Ανδρούτσο και Μακρυγιάννη, και από μία οι πυρπολητές Ανάργυρος Ζαρέμας, Αντώνης Μυτιληναίος κ.ά.
Ανάμεσα στις χήρες που ζητούσαν οικονομική στήριξη ήταν οι χήρες του Υδραίου καραβοκύρη Νικόλαου Θεοδ. Γκίκα, που διέθεσε τα χρήματά του και τα πλοία του στον Αγώνα, του Σπετσιώτη καπετάν Ανάργυρου Λεμπέση, που πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες με τη θρυλική «ναβέτα» του, το τρικάταρτο ιστιοφόρο του, του Μυκονιάτη Γεώργιου Δαμασκηνού, που διέθεσε όλη την περιουσία του στον Αγώνα, του Υδραίου πυρπολητή Ιωάννη-Γκίκα Θεοδοσίου και άλλων.

◢ Οι ξεχασμένοι αγωνιστές







Ο Μανουήλ Βερνάρδος (1777-1852) ήταν τυπογράφος, νομομαθής και μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το Ρέθυμνο.
Ο Κρητικός αγωνιστής ήταν απ’ αυτούς που διέθεσαν όλη την περιουσία τους στον Αγώνα και έφτασε να κηδεύσει την κόρη του με συνεισφορές φιλάνθρωπων, ζητώντας, απεγνωσμένα, μια οικονομική στήριξη από το κράτος του Οθωνα.
Οπως γνωρίζουμε ο Βερνάρδος διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον επίσκοπο Λάμπης Μεθόδιο, που ήταν θείος του. Αργότερα εγκατέλειψε την Κρήτη και έφτασε στο Ιάσιο, όπου ίδρυσε το 1812 τυπογραφείο. Αυτό λειτούργησε μέχρι το 1821 και πραγματοποίησε τουλάχιστον 21 εκδόσεις ελληνικών βιβλίων, μεταξύ των οποίων και το βιβλίο «Ασματα και πονήματα διαφόρων» με στιχουργήματα του Ρήγα Φεραίου και δικά του καθώς και φιλελληνικά κείμενα.
Το 1818 μυήθηκε, από τον ιατρό Ρίζο Καρεάδη, στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε για την προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα μαζί με άλλους Φιλικούς.
Μετά την έναρξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Υψηλάντη, αλλά μετά την αποτυχία της διέφυγε αρχικά στην Οδησσό και στη συνέχεια στη Βενετία.
Τον Σεπτέμβριο του 1824 πήγε στο Ναύπλιο και ανέλαβε τη Γραμματεία του υπουργείου Δικαίου (1824-1825). Ελαβε μέρος στην Γ’ και στην Δ’ Εθνοσυνέλευση ως πληρεξούσιος των Κρητών και κατά την περίοδο του Καποδίστρια διορίστηκε πρόεδρος του Πρωτόκλητου Δικαστηρίου Κυκλάδων.
Κατά την περίοδο του Οθωνα υπηρέτησε επίσης ως δικαστικός στην Αθήνα και στη Λαμία. Ωστόσο, αργότερα παύθηκε από τη δικαστική θέση και στερούμενος τον μισθό του περιήλθε σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Σε αναφορά που έστειλε στις 28 Ιουνίου 1846 στη Βουλή, ο Μανουήλ Βερνάρδος ανέφερε ότι αφού στερήθηκε τα μοναδικά έσοδά του με την παύση του από τη θέση του δικαστικού, περιήλθε σε «έσχατη πενία», η οποία «τον ηνάγκασε να πωλήση παν ό,τι είχε να διαθρέψη την οικογένειάν του και ότι εκ της ενδείας αποθανούσα η θυγατήρ του Φαίδρα ενταφιάσθη με συνεισφοράς φιλανθρώπων τινων».
Το μόνο που ζητούσε ήταν η χορήγηση μιας σύνταξης. Ομως, παρότι επανήλθε με άλλες δύο αιτήσεις, στις 5 Οκτωβρίου 1849 και στις 13 Μαρτίου 1851, δεν προκύπτει να έλαβε ποτέ σύνταξη…






Ο Δημήτριος Μακρής (1772-1841) ήταν αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Ηταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ένας από τους ισχυρότερους οπλαρχηγούς του αγώνα στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Αρχικά ήταν κλέφτης στο σώμα του καπετάνιου Γιώργου Σφαλτού και ανέλαβε μετά τον θάνατό του την αρχηγία του σώματος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία λίγο πριν από την Ελληνική Επανάσταση και έδωσε το έναυσμα στη Δυτική Ελλάδα στις 5 Μαΐου 1821. Πρωταγωνίστησε στην πολιορκία του Μεσολογγίου, όπου στην ηρωική έξοδο οδήγησε την αριστερή πτέρυγα της φρουράς.
Οπως έγραψε σε αφιέρωμα το «Δελτίον της Εστίας» (αριθμ. τ. 377/18.3.1844), το ξίφος που κρατούσε εκείνη τηνμέρα ανήκε στον παλαιό αρματολό καπετάν Τσούτσο, που είχε πεθάνει το 1732. Για το δε τουφέκι του, που είχε το όνομα «Λιάρος», είχε γραφτεί το εξής ποίημα:
«Τούρκικα έστρωνες κουφάρια
εις τον πύρινόν σου δρόμον
εις τους χρόνους της σκλαβιάς μας
το τουφέκι σου ο Λιάρος
έσπειρε παντού τον τρόμον».
Σε άρθρο της εφημερίδας «Αθηνά», στις 14 Ιουνίου του 1858, διαβάζουμε σχετικά ότι «ο Μακρής παρά των συνεπαρχιωτών του ηγαπάτο θρησκευτικώς, διό και κατέστη τοσούτον ισχυρός, ώστε κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως και όταν ακόμη ο Μαυροκορδάτος διηύθυνε τα της Δυτικής Ελλάδος, ουδεμία προκήρυξις και γενική διαταγή εδημοσιεύετο ή ετοιχοκολλείτο άνευ της συγκαταθέσεως αυτού και της αδείας του επισήμως εκφραζομένης διά του κήρυκος “κατά διαταγήν του καπετάν Μακρή”».
Η συνέχεια περιλαμβάνει τη δράση του Μακρή στην Πελοπόννησο, μέχρι που ξαναγύρισε στη Ρούμελη, υπό τον Καραϊσκάκη πλέον, και τη συμμετοχή του στην απελευθέρωση περιοχών ανατολικότερα της Αιτωλίας, στην οποία επέστρεψε μετά τη Μάχη της Αράχοβας και τη σήκωσε πάλι στα όπλα.
Με την ανάληψη της αρχιστρατηγίας των ελληνικών δυνάμεων από τον Τσωρτς ορίστηκε «αρχηγός των όπλων» της Δυτικής Ρούμελης. Τον βαθμό αυτό διατήρησε μέχρι την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, οπότε και επέστρεψε οριστικά στο Μεσολόγγι.
Ποτέ δεν δέχτηκε άλλο τίτλο απ’ αυτόν του καπετάνιου του Μεσολογγίου και όταν ο νεαρός βασιλιάς Οθωνας τον κάλεσε στα ανάκτορα για να τον διορίσει υπασπιστή του, αυτός αρνήθηκε λέγοντας περήφανα: «Μεγαλειότατε, δεν ξέρω εγώ να τσακάω τη μέση μου».
Και επέστρεψε στο Μεσολόγγι, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Για την Ιστορία, να πούμε ότι η χήρα του Δημητρίου Μακρή, Ευπραξία, ζήτησε και αυτή το 1849 με αναφορά της μια σύνταξη για τις ανάγκες της. Ομως, δεν προκύπτει να πήρε τίποτα, εκτός από καλές προθέσεις…






Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστότερος ως Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (Νέδουσα Μεσσηνίας 1782-Πειραιάς 25 Σεπτεμβρίου 1849) ήταν μια ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, που παρότι η μεγάλη προσφορά του στον Αγώνα αναγνωρίστηκε απ’ όλουςκ διώχθηκε, μετά την απελευθέρωση, ανηλεώς από τους Βαυαρούς.
Η εφημερίδα «Αιών» στο αφιέρωμά της για τον θάνατο του Νικηταρά (φ. 28.9.1849) ανέφερε ότι ο γενναίος οπλαρχηγός «ηγάπα μέχρι σεβασμού και Κολοκοτρώνην και Υψηλάντην και Κυβερνήτην (ενν. τον Καποδίστρια) και πάντα μη ξενίζοντα· διά τούτο κατεδιώχθη μετ’ άλλων πολλών επί των έξωθεν υποκινηθέντων εμφυλίων πολέμων του 1824 (…) διά τούτο προεγράφη μετ’ άλλων πολλών τω 1833, ως πολέμιος δήθεν του θρόνου».
Ετσι, το 1839 ο Νικηταράς, που ανήκε στο Ρωσικό Κόμμα, συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συμμετοχής σε μια συνωμοσία εναντίον του Οθωνα και φυλακίστηκε στη Πύλο, ενώ λίγο πριν από τη δίκη του μεταφέρθηκε στην Αθήνα.
Στη διάρκεια της κράτησής του «εν τω στρατώνι των Αθηνών ξένοι βάρβαροι επειράθησαν τον διά καπνού πνιγηρόν θάνατό του», ανέφερε η εφημερίδα «Αιών».
Η δίκη του έγινε στις 11 Ιουλίου 1840 και καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία αθωώθηκε. Ομως η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης, η οποία με την προσυπογραφή του Οθωνα τον φυλάκισε στην Αίγινα. Από τότε άρχισε το μαρτύριό του. Οι Βαυαροί τον έβγαζαν στον δρόμο, τον χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωά τους.
Ανάμεσα στους θεατές ήταν και η μία κόρη του η οποία δεν άντεξε να βλέπει τον πατέρα της σε αυτή την κατάσταση και τρελάθηκε, ενώ αυτός αρρώστησε με ζάχαρο το οποίο του κατέστρεψε την όραση.
Τελικά, στις 18 Σεπτεμβρίου 1841, με παρέμβαση του στρατηγού Μακρυγιάννη, αμνηστεύτηκε και αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός.
Εκτός, όμως, από τις φυλακίσεις και τα βασανιστήρια, η Βαυαρική Αντιβασιλεία είχε αφαιρέσει, βίαια, μεταξύ του 1836 και του 1837, ένα μεγάλο μέρος από ένα αγρόκτημα που είχε ο Νικηταράς στη θέση Σερεμέτι, μεταξύ του Αργους και του Ναυπλίου και προσδοκούσε να ζήσει απ’ αυτό την οικογένειά του.
Οπως περιγράφει ο ίδιος σε μια αναφορά που κατέθεσε στις 28 Απριλίου 1846 στη Βουλή και στη Γερουσία, αναγκάστηκε την περίοδο των φυλακίσεών του να δανειστεί με υψηλό τόκο, με αποτέλεσμα να βρίσκεται καταχρεωμένος και να αναγκάζεται να πληρώνει μεγάλα πρόστιμα
Η αναφορά του Νικηταρά είχε θετική αποδοχή από τα νομοθετικά όργανα, αλλά τα υπουργεία στα οποία διαβιβάστηκε φαίνεται ότι την άφησαν παραπεταμένη σε κάποια συρτάρια…
Σε αυτό το διάστημα του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου, αλλά το μόνο που του δόθηκε ήταν μια άδεια επαιτείας κάθε Παρασκευή στον ναό της Ευαγγελίστριας, προφανώς στην Αθήνα (στον Πειραιά δεν υπήρχε ακόμα αυτός ο ναός).
Αργότερα του χορηγήθηκε μια πενιχρή σύνταξη και έζησε με αυτή μέχρι τον θάνατό του, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849. Ετάφη, όπως ήταν η επιθυμία του, δίπλα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του, η εφημερίδα «Αιών» έγραφε το εξής σχόλιο:
«Αποβιώσαντος του Κ. Μαυρομιχάλου προέτεινεν ευθύς ο τότε επί των Εσωτερικών Υπουργός Κωλέττης την ολόκληρον μεταβίβασιν του εκ Δρ. 500 μισθού του Μακαρίτου ως σύνταξιν εις την Σύζυγόν του. Αποβιώσαντος του Κ. Θ. Κολοκοτρώνου, προέτεινεν ευθύς ο τότε επί των Εσωτερικών Υπουργός Κ. Λόντος την εκ Δρ. 400 σύνταξιν εις τα τέκνα και την Χήραν του Μακαρίτου. Αλλ’ αποβιώσαντος εσχάτως του στρατηγού Νικηταρά, δεν ευρέθη ως φαίνεται, εις το παρόν Υπουργείον (= κυβέρνηση) φίλος του κανείς Υπουργός, διά να κάμη ό,τι και προς την οικογένειαν τούτου απητείτο».​​​
Με τα χρόνια «ξεχάστηκαν» η άδικη συμπεριφορά που επιφυλάχθηκε στον γενναίο στρατηγό και πολύ περισσότερο ο χώρος της κράτησής του στις φυλακές της Αίγινας, μέχρι που ανακαλύφθηκε από έναν άλλο πολιτικό κρατούμενο, μιας άλλης εποχής, τον πολιτικό μηχανικό Γιώργο Μπελαβίλα.
Το περιστατικό διηγήθηκε ο αείμνηστος Γιώργος Μπελαβίλας, πατέρας του καθηγητή του ΕΜΠ και δημοτικού συμβούλου Πειραιά Νίκου Μπελαβίλα, στον δημοσιογράφο Νίκο Πηγαδά.
Η διήγηση υπάρχει στο βιβλίο του Νίκου Πηγαδά «Αίγινα… κάθε κελί σελίδα ιστορίας» (εκδόσεις «Το Ποντίκι», σελ. 17-18) και έχει ως εξής:
«Είμαστε κρατούμενοι στην τέταρτη αχτίνα, την “αχτίνα απομόνωσης”, όπως την έλεγαν. Εκεί έτυχε να διαβάσω ένα βιβλίο για τη ζωή και τη δράση του Νικηταρά. Σ’ αυτό γινόταν λόγος και για τις φυλακές της Αίγινας, όπου κρατήθηκε ο Τουρκοφάγος. Το βιβλίο ανέφερε συγκεκριμένα για ένα υπόγειο σκοτεινό μπουντρούμι όπου έζησε ο ήρωας και από το οποίο βγήκε τυφλός. Από τον προσανατολισμό του κελιού που περιέγραφε το βιβλίο συμπέρανα ότι το υπόγειο αυτό έπρεπε να βρίσκεται στον χώρο της τέταρτης αχτίνας.
»Το 1955 βούλωσε η αποχέτευση του θαλάμου, όπου ήμασταν περίπου 20 κρατούμενοι. Ζητήσαμε από τη διεύθυνση των φυλακών (διευθυντής ήταν ο περιβόητος Τουρνάς) να μας επιτρέψει να την αποφράξουμε. Εγώ ως μηχανικός επέβλεπα στην εκτέλεση των εργασιών. Σκάβοντας στο δάπεδο του προαυλίου τρία μέτρα από την πόρτα του θαλάμου διαπίστωσα ότι: »Ο σωλήνας της αποχέτευσης κατέληγε σ’ έναν υπόγειο χώρο, που λειτουργούσε σαν βόθρος. Τα τοιχώματά του όμως ήταν επιχρισμένα με ασβεστοκονίαμα, δηλαδή με υλικό υδροχαρές, που αποκλείεται να είχε χρησιμοποιηθεί σε βόθρο που συγκεντρώνονται υγρά. Αντίθετα χρησιμοποιείται σε χώρους διαμονής ανθρώπων.
»Με το πρόσχημα ότι ζητούσα χώρο για να περάσω την αποχέτευση, ζήτησα να μας επιτρέψουν να σκάψουμε τη γύρω περιοχή αυτού του υπόγειου χώρου. Τότε ανακάλυψα πως ο χώρος αυτός ήταν ένα υπόγειο εγκαταλελειμμένο κελί. Ενας πραγματικός κτιστός τάφος, που χρησιμοποιούνταν σαν βόθρος τα κατοπινά χρόνια. Ηταν το υπόγειο κελί όπου ο Οθωνας είχε φυλακίσει τον γενναίο και περήφανο Νικηταρά, που σ’ αυτό τυφλώθηκε». ​​​​​​
Πηγή: Σταύρος Μαλαγκονιάρης – efsyn.gr






Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει “εγώ”. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε “εμείς”. Είμαστε στο “εμείς” κι όχι στο “εγώ”.
"ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ "






Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Eκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας


Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα
να 'τανε το 21 να 'ρθει μια στιγμή

Να περνάω καβαλάρης στο πλατύ τ' αλώνι
και με τον Κολοκοτρώνη να 'πινα κρασί

Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα
και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά
και να κρατάω τις νύχτες με τ' άστρα
μια ομορφούλα αγκαλιά

Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα
να 'τανε το 21 να 'ρθει μια βραδιά

Πρώτος το χορό να σέρνω στου Μοριά τις στράτες
και ξοπίσω μου Μανιάτες και οι Ψαριανοί

Κι όταν λαβωμένος γέρνω κάτω απ' τους μπαξέδες
να με ραίνουν μενεξέδες χέρια κι ουρανοί

Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα
και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά
και να κρατάω τις νύχτες με τ' άστρα
μια ομορφούλα αγκαλιά

Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα
να 'τανε το 21 να 'ρθει μια βραδιά






Η μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, όντας συνδυασμός λαϊκής παράδοσης, ρομαντισμού και λυρισμού, μας προκαλεί συνειρμούς άμεσα συνδεδεμένους με τον ανεκπλήρωτο πόθο για μια κοινωνική αλοκλήρωση, μέσα από τον ένδοξο και συνάμα δραματικό εθνικό ξεσηκωμό.

Ακόμη, ο εδώ "σκλάβος" είναι εκείνος ο ραγιάς, ο έτοιμος από πριν να σηκώσει την παντιέρα ενάντια όχι απλά και μόνο σε έναν δυνάστη, αλλά και στο άδικο του να γεννιέσαι ραγιάς και να μην αναπνέεις ελεύθερος. Έτσι, θέτει το ερώτημα, το τόσο αυτονόητο, που δυστυχώς συνήθως δεν τίθεται: "Στο κάτω-κάτω της γραφής, γιατί να είμαι σκλάβος"; Το ερώτημα το θέτει ένας σκλάβος, όμως, ο οποίος είναι μυαλωμένος, δεν έχει παραιτηθεί ώστε τα δεσμά να του ροκανίσουν τον νου. Ένας σκλάβος που εκτός από το ερώτημα που θέτει στον εαυτό του, προχωράει παραπέρα και θέτει ερωτήματα στον αφέντη, τον φέρνει αντιμέτωπο –μιλώντας με λόγια κρύσταλλο– με το ανεδαφικό της επιμονής του να τον κρατάει στη σκλαβιά, αφού του το ξεκαθαρίζει: είναι δεδομένο ότι εκείνος θα επαναστατήσει, χωρίς καθόλου να περιμένει και χωρίς καθόλου να μπαίνει στο παιχνίδι του αφέντη, συζητώντας –και καλά– μαζί του τα αδιαπραγμάτευτα.





 Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΡΓΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ

2. Νικόλαος Γύζης, Μετά την καταστροφή των Ψαρών
3. Θεόδωρος Βρυζάκης, Η Ελλάς ευγνωμονούσα
4. Θεόδωρος Βρυζάκης, Ο θρύλος της Αγίας Λαύρας
5. Θεόδωρος Βρυζάκης, Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι
7. Θεόδωρος Βρυζάκης, Καραούλι
8. Θεόδωρος Βρυζάκης, Έξοδος του Μεσολογγίου
9. Νικόλαος Γύζης: Κρυφό σχολειό
10. Ευγένιος Ντελακρουά, Οι σφαγές της Χίου
11. Κωνσταντίνος Παρθένης, Η αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου
12. Εμίλ ντε Λασάνκ, Η αυτοθυσία
13. Θεόδωρος Βρυζάκης, Η θυσία του Καψάλη
14. Ντονάτο Φραντσέσκο Ντε Βίβο, Ο θάνατος του Λάμπρου Τζαβέλλα
15. Νικηφόρος Λύτρας, Πυρπόληση Τουρκικής ναυαρχίδας
16. Άρι Σέφερ, Ο γιος υπερασπίζεται τον τραυματισμένο πατέρα
17. Θεόδωρος Βρυζάκης, Μάχη
18. François-Auguste Vinson, Μετά τη σφαγή στη Σαμοθράκη
19. Εδουάρδος Ντόντγουελ, Παρθενώνας 1821
20. Xydacobe, Σφαγές από τους Τούρκους στους δρόμους των Χανίων
21. Αϊβαζόφσκι, Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο
22. Αλέξανδρος Ησαΐας, Η μάχη της Αλαμάνας
23. Peter von Hess, Ο Ρήγας Φεραίος ψάλλει το Θούριο
24. Θεόφιλος, Ο θάνατος του Μπότσαρη
25. Κωνσταντίνος Βολανάκης, Η πυρπόληση της τουρκικής φρεγάτας
26. George Philip Reinagle, Ναυμαχία του Ναυαρίνου
27. Νικόλαος Γύζης, Τα αρραβωνιάσματα
28. Χαλμπράιτερ και Γκουγκενμπέργκερ, Η Συνθήκη του Λονδίνου
29. Νικόλαος Γύζης, Το παιδομάζωμα
30. Άγιος Αθανάσιος Διάκος, Φώτης Κόντογλου



Ελληνίδες, οι οποίες αγωνίστηκαν για την ελευθεριά και θυσιάστηκαν για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού, αλλά και γυναίκες, που διέθεσαν την περιουσία τους στον αγώνα και πέθαναν σε συνθήκες απόλυτης ένδειας.
Γυναίκες, όπως η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους, η Ελισάβετ Υψηλάντη, η Δόμνα Βιζβίζη και πολλές άλλες που μόνο μια λέξη τους ταιριάζει “ΑΘΑΝΑΤΕΣ”
.
Η Μαντώ Μαυρογένους
Η Μαντώ Μαυρογένους (Τεργέστη1796 – ΠάροςΙούλιος 1840), ήταν Ελληνίδα αγωνίστρια της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Για την συνολική της προσφορά στον αγώνα, τιμήθηκε με τον βαθμό της αντιστρατήγου
Καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, η οποία έφυγε κρυφά, με την οικογένειά της, για την Ιταλία. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Το 1796 η Μαντώ γεννήθηκε και λίγο καιρό πριν τη Μεγάλη Επανάσταση μετακόμισε με τον Θείο της τον Παπα-Μαύρο στη Τήνο. Τον Απρίλη του 1821 έμαθε για την επανάσταση και έλαβε μέρος σε αυτή. Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ πήγε στην Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε διακόσιους Αλγερινούς που λυμαινόταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στη Κάρυστο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη συνολική δραστηριότητά της ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Επίσης εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική, αλλά και την Τουρκική γλώσσα. 
Τη Μαντώ γνώρισε από κοντά ο Γάλλος Rybaud το 1821 και την περιγράφει σαν ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό. Συγκρίνοντάς την με τη Μπουμπουλίνα αναφέρει:
Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος… Κι’ από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον.
Μου έλεγε η Μαντώ: Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία“.
Παρόμοια εντύπωση για τη Μαντώ σχημάτισε και ο Άγγλος Eduard Blaquire, ο οποίος προσθέτει ότι του έκανε εντύπωση η φιλοδοξία της να δει όλες τις τάξεις ενωμένες.
Μετά την Επανάσταση, καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη (ο οποίος συμμετείχε και στην Α’ Εθνοσυνέλευση που έγινε το Δεκέμβριο του 1821 στην Επίδαυρο), ξαναγύρισε στη Μύκονο και τον Ιούλιο του 1840 πέθανε στην Πάρο φτωχή και λησμονημένη.
.
Η Μαριγώ Ζαραφοπούλα
Γεννήθηκε στα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης όπου και κατοικούσε. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και όταν κατά τις αρχές του 1821, ο Ασημάκης Θεοδώρου πρόδωσε τα μυστικά της οργάνωσης στις οθωμανικές αρχές, ανέλαβε, χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της με διάφορους αξιωματούχους, να πληροφορηθεί λεπτομέρειες για το συμβάν, αποστολή την οποία έφερε εις πέρας Παράλληλα, χρησιμοποιώντας τις ίδιες γνωριμίες καθώς και τη σημαντική της περιουσία, πέτυχε την δραπέτευση των γιων του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη ως αιχμάλωτοι. Όταν αποκαλύφθηκε η συμμετοχή της ίδιας αλλά και του εμπόρου αδελφού της, Χατζηβασίλη, στη Φιλική Εταιρεία, γνώρισε διώξεις ενώ ο αδελφός της καρατομήθηκε στις 23 Απριλίου του 1821. Τελικά, μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες, η Ζαραφοπούλα κατάφερε να μεταβεί στην Ύδρα της επαναστατημένης Ελλάδας, κομίζοντας μαζί της μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο διέθεσε για τις ανάγκες της επανάστασης
Στην Πελοπόννησο, χρησιμοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη και Υψηλάντη ως κατάσκοπος εντός της Τριπολιτσάς και του Ναυπλίου. Τα επόμενα χρόνια, χρηματοδότησε την εκστρατεία του Φαβιέρου στην Κάρυστο καθώς και την αντίστοιχη του Χατζημιχάλη Νταλιάνη στην Κρήτη. Μεσούσης της επανάστασης, παντρεύτηκε τον αξιωματικό Γεώργιο ή Θεόδωρο Στεφάνου ο οποίος σκοτώθηκε μαχόμενος, αποκτώντας μαζί του δύο παιδιά. Πέθανε άπορη μετά το 1865, έτος κατά το οποίο αιτήθηκε σύνταξη από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων.
Την προσφορά της Ζαραφοπούλας στην επανάσταση, πιστοποίησαν με σχετικά έγγραφα αρκετοί σημαντικοί οπλαρχηγοί όπως οι Γενναίος Κολοκοτρώνης, Χατζηχρήστος, Νικηταράς κ.ά.
.
Λασκαρίνα “Μπουμπουλίνα” Πινότση
Η Λασκαρίνα “Μπουμπουλίνα” Πινότση (Κωνσταντινούπολη11 Μαΐου1771 – Σπέτσες22 Μαΐου1825) ήταν Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ίσως κι η σημαντικότερη.
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε καταγωγή από την ‘Υδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της εκεί φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος. Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην ‘Υδρα. Μετακόμισαν στις Σπέτσες 4 χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου-Ορλώφ. Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια.
Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των 17 με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των 30 ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. Της άφησαν, ωστόσο, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση.
Όταν η Μπουμπουλίνα έγινε χήρα για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά: τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Ιωάννη,τον Γεώργιο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερο γάμο της: την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλαο. Επίσης είχε και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα (τα μετρητά που είχε κληρονομήσει από τον Μπούμπουλη ήταν πάνω από 300.000 τάλαραΚατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες.
Το ακρόπρωρο του πλοίου “Αγαμέμνων” της Μπουμπουλίνας με κυβερνήτη το γιο της Ιωάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Αρχικά έγινε συνέταιρος σε αρκετά πλοία ενώ αργότερα κατασκεύασε τρία δικά της, το ένα από τα οποία με το όνομα Αγαμέμνων πήρε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, μήκους 48 πήχεων και έχοντας 18 κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα. Το όνομα αυτό το έδωσε στη ναυαρχίδα της από τον ομηρικό βασιλιά των Μυκηνών, Αγαμέμνονα, που οδήγησε τους Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο. Αυτό δείχνει πόσο τιμούσε η Μπουμπουλίνα την ελληνική ιστορική της κληρονομιά και τι συμβόλιζε το όνομα του πλοίου της.
Το 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία θέλησε να κατασχέσει την περιουσία της με τη δικαιολογία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της, συμμετείχαν με τον ρωσικό στόλο στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο μετά απὀ καταγγελίες συγγενών της, που εποφθαλμιούσαν την περιουσία της. Τότε η Μπουμπουλίνα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με το πλοίο της Κανάκης, όπου συνάντησε τον Ρώσο, Φιλέλληνα πρεσβευτή Στρογκόνωφ, από τον οποίο ζήτησε να την προστατέψει επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της στον ρωσικό στόλο και το γεγονός ότι τα πλοία της είχαν τότε ρωσική σημαία, βάση της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, το 1774. Τότε εκείνος για να την σώσει από την επικείμενη σύλληψή της από τους Τούρκους, την έστειλε στην Κριμαία της νότιας Ρωσίας, στη Μαύρη Θάλασσα, σε ένα κτήμα που της δόθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’. Πριν όμως πάει εκεί, κατάφερε να συναντήσει τη μητέρα του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, την Βαλιντέ Σουλτάνα. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε από τον χαρακτήρα της Μπουμπουλίνας και έπεισε τον γιο της να υπογράψει φιρμάνι, με το οποίο δεν θα άγγιζε την περιουσία της και δεν θα την συνελάμβανε. Η Μπουμπουλίνα αφού έμεινε στην Κριμαία για περίπου τρεις μήνες περιμένοντας να ηρεμήσει η κατάσταση, έφυγε για στις Σπέτσες όταν κατάλαβε ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.
Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή, στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του Αγαμέμνονα καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν. Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.
Την ίδια περίοδο έρχεται σε ρήξη με τα παιδιά του δεύτερου συζύγου της από τον πρώτο του γάμο-΄τον Παντελή και τον Γιάννη- όταν διεκδικούν το μερίδιο από την πατρική περιουσία. Κατέφυγαν όχι σε τουρκικό δικαστήριο, ούτε στην εκκλησιαστική αρχή στην οποία υπάγονταν: στην μητρόπολη Ναυπλίου και Άργους, αλλά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για μεγαλύτερο κύρος. Εκείνο έκδωσε επιτίμιο, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα[…] φοβειθείσα[…] την αιώνιον κόλασιν […] παύσηται πάσης διαστροφής και ματαίας προφασεως και μη φανερώση εις μέσον οσάπερ κατακρατεί άσπρα, ομολογίας, ρουχικά ή άλλα κινητά και ακίνητα πράγματα […]. Στη συνέχεια καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στους προεστούς των Σπετσών, οι οποίοι περιορίζονται σε μια καταγραφή της περιουσίας της χωρίς όμως και να δίνουν λύση στην ενδοοικογενειακή διαφορά. Με το επιτίμιο και την έκθεση των προκρίτων καταφεύγουν τα δύο αδέλφια στη συνέχεια, στο Βουλευτικό, το οποίο δεν έλαβε θέση, εκτιμώντας το μέγεθος της προσφοράς της Μπουμπουλίνας στον Ελληνικό Αγώνα.
Σεβαστή Ξάνθου
Η Σεβαστή Ξάνθου (Σεβαστή Κρουστάλα- Ξάνθου) (1798- 😉 ήταν σύζυγος του Εμμανουήλ Ξάνθου πρωτεργάτη και μέλους της Φιλικής Εταιρείας.
Η Σεβαστή Ξάνθου μαζί με την μητέρα της Μαριόρα και τις δύο αδελφές της Ευφροσύνη και Ελένη, ζούσαν στο Αρναούτκιοϊ της Κωνσταντινούπολης. Σε ηλικία 17 ετών (1815) και μόλις ένα χρόνο μετά την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, η Σεβαστή θα παντρευτεί τον Εμμανουήλ Ξάνθο. Από αυτό τον γάμο θα προκύψουν τρία παιδιά ο Νικόλαος, ο Περικλής και η Ασπασία. Όταν το 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, η οικογένεια θα μεταφερθεί από την Κωνσταντινούπολη στο Ισμαήλ για μεγαλύτερη ασφάλεια, μαζί πάντα με την μητέρα και τις αδελφές της Σεβαστής, ενώ το 1822 με πρωτοβουλία της Σεβαστής αισθανόμενη το εχθρικό περιβάλλον γύρω της θα εγκαταλείψουν το Ισμαήλ και θα εγκατασταθούν στο Κισνόβι . Κατά την διάρκεια της απουσίας τού Εμμανουήλ Ξάνθου, αρχικά λόγω της ανάληψης της ευθύνης για την οργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης και αργότερα λόγω του εγκλεισμού του σε μοναστήρι στο Μαρτζινένι, την οικογένειά του θα αναλάβουν να φροντίζουν έμπιστα σε αυτό άτομα όπως ο σύγγαμβρός του Μιχαήλ Μιχάλογλου (σύζυγος τής Ευφροσύνης) και ο Μιχαήλ Φωκιανός ο οποίος θα αναλάβει την διαχείριση των οικονομικών τής οικογένειας.
Η Σεβαστή Ξάνθου βίωσε για αρκετά χρόνια την απουσία του συζύγού της παρ’ όλα αυτά αντεπεξήλθε μεγαλώνοντας την οικογένειά της, ήρθε σε επαφή με αρκετούς αγωνιστές, μέλη της Φιλικής Εταιρείας και εξέχουσες προσωπικότητες εκείνης της εποχής ζητώντας βοήθεια και πληροφορίες για τον σύζυγό της.
  Έχει διασωθεί μόνο η υπογραφή της
.
Ασήμω Γκούραινα
Γυναικεία μορφή του ’21, σύζυγος του στρατηγού Γιάννη Γκούρα.
Στην εποχή της ήταν γνωστή ως Γκούραινα ή Νταλιάνα, επειδή ήταν υψηλόσωμη και ωραία (νταλιάνι, το μακρύ καριοφίλι και κατ’ επέκταση νταλιάνα, η ψηλή και όμορφη γυναίκα).
Ήταν κόρη του κοτσαμπάση του Λιδωρικίου Αναγνώστη Λιδωρίκη και αδελφή του αγωνιστή και πολιτικού Αναστάση Λιδωρίκη. Στις 23 Φεβρουαρίου 1823 παντρεύτηκε το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιάννη Γκούρα, που είχε διακριθεί ιδιαίτερα στη μάχη της Γραβιάς και τώρα ήταν φρούραρχος Αθηνών.
Διαβάστε όλο το άρθρο πατώντας το παρακάτω σύνδεσμο
Γαρυφαλλιά Μιχάλβεη
Η Ψαριανή Γαρυφαλλιά Μιχάλβεη ή Μιχάλμπεη βρέθηκε από 7 ετών στα σκλαβοπάζαρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όταν απήχθη από τα Ψαρά κατά την καταστροφή του νησιού στις 20 Ιουνίου του 1824. Ταλαιπωρήθηκε ως δούλα και διασώθηκε από Αμερικανό διπλωμάτη ή έμπορο ο οποίος την έστειλε στις ΗΠΑ για να τη φροντίσει ο πατέρας του. Η μικρή δυστυχώς σε ηλικία 13 ετών πέθανε. Η ιστορία της ενέπνευσε δύο διεθνούς ακτινοβολίας έργα, το ζωγραφικό έργο “Το κορίτσι από την Ελλάδα” (The Greek girl) της Anne Hall και πιθανόν το γλυπτό “Η Ελληνίδα Σκλάβα”(The Greek Slave) του Hiram Power όπως και άλλα έργα.
Η οικογένεια της Γαριφαλιάς (τότε Γαρυφαλλιάς) ήταν μεταξύ των ευπόρων στα Ψαρά. Η μικρή μοιράστηκε όμως την τύχη χιλιάδων κατοίκων του νησιού που δεν μπορεσαν να διαφύγουν κατά την απόβαση των οθωμανικών δυνάμεων και την επακόλουθη πλήρη καταστροφή του τόπου. Οι Τούρκοι ή σκότωσαν τους γονείς της ή την άρπαξαν βίαια από αυτούς, όπως πολλά παιδιά τότε. Σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν με την αδελφή και τη γιαγιά της όταν οι Τούρκοι χώρισαν τα δύο κορίτσια και βρέθηκαν σε διαφορετικά σκλαβοπάζαρα το καθένα. Η Γαριφαλιά πουλήθηκε και κατέληξε στη Σμύρνη, όπου την βρήκε ένας έμπορος ή ο πρόξενος των ΗΠΑ το 1827, όταν πια το παιδί ήταν 10 ετών. Σύμφωνα με μια περιγραφή έπεσε στα πόδια του να τη γλιτώσει και εκείνος εξαγόρασε την ελευθερία της ή ίσως την ελευθέρωσε χρησιμοποιώντας πολιτικά μέσα. Την έστειλε με πλοίο στη Βοστώνη, ζητώντας από τον πατέρα του να τη φροντίσει. Το κορίτσι ταξίδεψε τελικά στη Βοστώνη ως Garafilia Mohalbi και φέρετο καταγόμενη από την Ipsara, δηλαδή τα Ψαρά.
Στις ΗΠΑ η Γαριφαλιά εντάχθηκε στην οκογένεια του Αμερικανού που είχε και άλλες κόρες και άρχισε να προσαρμόζεται στη νέα ζωή της. Περιγράφεται ως εξαιρετικά φιλότιμο και ευγενικό παιδί, που όταν μάλιστα αρρώστησε η μοναδική της έγνοια ήταν να μη γίνει βάρος σε εκείνους που τη φρόντιζαν. Κοιμόταν κάθε βράδι με τη Βίβλο αγκαλιά και δεν είχε καμία απαίτηση. Η περιπέτειά της συγκίνησε την ζωγράφο Anne Hall που φιλοτέχνησε το πορτραίτο της μικρής σε μινιατούρα και θεωρείται ένα από τα αξιολογοτερα σκίτσα της εποχής. Το πορτρέτο έγινε και εξώφυλλο βιβλίου που κυκλοφόρησε το 1831. Οι περιπέτειες των Ελλήνων είχαν γενικά συγκινήσει το αμερικανικό κοινό και περίπου 13 χρόνια αργότερα ο γλύπτης Hiram Power εμπνεύστηκε από την ιστορία της Γαριφαλιάς (ή πιθανόν όμως και άλλης παθούσας) ένα εντυπωσιακό για την εποχή του γλυπτό, όπου παρίστανε ουσιαστικά αλυσοδεμένη την Αφροδίτη της Μήλου. Η Γαριφαλιά αρρώστησε το χειμώνα του 1830 σε ηλικία 13 ετών από άγνωστη νόσο. Η οκογένεια που την υιοθέτησε την είχε βρει εξαρχής φιλάσθενη, πιθανόν όχι λόγω της κράσης της, αλλά εξαιτίας της βασανιστικής περιφοράς της στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας. Πρόλαβε να ζήσει με τους Αμερικανούς που την υιοθέτησαν μόνον 3 χρόνια και έσβησε στις 17 Μαρτίου του 1830. Ο πρόωρος θάνατός της αλλά και οι μεγάλες αλλαγές στη σύντομη ζωή της συγκίνησαν πολλούς και γράφτηκαν μεταξύ άλλων και ποιήματα, ενώ γενικά ο θάνατός της έγινε είδηση στις εφημερίδες της εποχής. Οι Αμερικανοί είχαν ακόμα και τη λεπτότητα να εξηγούν πως προφερόταν σωστότερα το επώνυμο του κοριτσιού.
.
Δόμνα Βισβίζη
Δόμνα Βισβίζη(1784-1850) Γεννιέται στον Αίνο της Θράκης. Συμμετέχει ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση παίρνοντας μέρος μαζί με τον άνδρα της, Χατζή Αντώνη Βισβίζη, στις θαλάσσιες επειχηρήσεις του Αγώνα στο Άγιο Όρος, στη Λέσβο και στη Σάμο. Με το θάνατο του άνδρα της, η Δόμνα Βισβίζη αναλαμβάνει η ίδια τη διοίκηση του πλοίου και συνεχίζει τη δράση της στην περιοχή της Εύβοιας. Εξοπλίζει και συντηρεί το πλοίο της «Καλομοίρα» με δικά της χρήματα για τρία χρόνια. Μετά το τέλος του Αγώνα, της παραχωρείται μία μικρή σύνταξη. Πεθαίνει στον Πειραιά.»Πουλάκι πόθεν έρχεσαι; Πουλάκι αποκρίσου. Μην είδες και μην άκουσες για την κυρά Δομνίτσα την όμορφη, τη δυνατή, την αρχικαπετάνα, πούχει καράβι ατίμητο, το πρώτο μες στα πρώτα, καράβι γοργοτάξιδο, καράβι τιμημένο, καράβι που πολέμησε στης Ίμπρος το μπουγάζι». Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βεβαιώνει με έγγραφο του ( Μάης 1822) πως η Δόμνα Βισβίζη έσωσε τους άνδρες του και τον ίδιο «δια της προμηθείας τροφίμων και πολεμοφοδίων, άνευ της οποίας ο στρατός του θα διελύετο».
Μόσχω Τζαβέλλα
 Μόσχω Τζαβέλλα (1760-1803). Χαρακτηριστικός τύπος της Σουλιώτισσας. . Γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα. Ήταν μετρίου αναστήματος, μελαχρινή κι ωραία και επέδειξε ψυχικό σθένος, δύναμη χαρακτήρα και φιλοπατρία.
Η Καπετάνισσα Τζαβέλαινα αγωνίστηκε το 1792 εναντίον του Αλή Πασά ως αρχηγός 400 Σουλιωτισσών. Ανάμεσα στις γυναίκες είναι και η Σόφω η κόρη της Τζαβέλαινας. Επί κεφαλής των γυναικών του Σουλίου στην κρίσιμη στιγμή ρίχνεται στην μάχη, πλευροκοπά το Τούρκικο ασκέρι και χαρίζει την νίκη. Ο ηρωισμός της Μόσχως έχει απαθανατιστεί στα δημοτικά μας τραγούδια.
Η Μόσχω μετά την καταστροφή του Σουλίου ακολούθησε το δρόμο προς την Πάργα και από κει στα Επτάνησα. Πέθανε τελικά κατά το 1803.
Δέσπω Φώτου Τζαβέλα 
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του «Ιστορική Ανθολογία» γράφει πως στον Κάλαμο, το μικρό νησί κοντά στο Θιάκι, είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες. Ανάμεσά τους ήταν και η Δέσπω η Τζαβέλαινα, του Φώτου η γυναίκα, η θαυμαστή από τους πολέμους του Σουλίου με τον Αλή Πασά πριν από το 1821.
Τώρα όμως άλλος γινόταν πόλεμος, ίσα σκληρός και πιο μεγάλος. Οι Σουλιώτες πέρασαν από τα Επτάνησα κατά το 1823 και πολεμάνε μαζί με τόσα άλλα αδέλφια τους. Μαζί τους ήτανε και της Τζαβέλαινας οι γιοι, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης.
Ξαφνικά έρχεται η είδηση ότι σκοτώθηκαν οι γιοι της. Οι Σουλιώτισσες αρχίζουν το κλάμα, το ξεφωνητό και τα μαλλιοτραβήγματα. Ξαφνικά η Δέσπω τινάχτηκε ορθή, έριξε πίσω τα μαλλιά της, σφούγγισε τα δάκρυά της και είπε: “Παύτε ωρέ τα κλάματα. Πάσχα έρχεται, σηκωθείτε τώρα να βάψουμε τ’ αυγά, τι είναι αμαρτία κι ο θεός μπορεί να μας οργιστεί”.
Από σεβασμό σηκωθήκανε οι άλλες κι αρχίσανε τη δουλειά. Ξαφνικά έρχεται κάποιος και λέει πως είναι ψέματα, δεν σκοτώθηκα μόνο ο ένας τραυματίστηκε λίγο. Τότε η Δέσπω είπε: Σε ευχαριστώ Θεέ μου που μου τους φύλαξες, μα εγώ πάντα τους έχω ξεγραμμένους.
Ο Βλαχογιάννης λέει ακόμα, πως η Δέσπω η Τζαβέλαινα του Φώτου η γυναίκα, έζησε ύστερα ως τα πρώτα χρόνια του Όθωνα και στον ‘Επαχτο.
Για τη Δέσπω Φώτου Τζαβέλα γράφει και η Καλλιρρόη Παρρέν: Στην Κέρκυρα η ρωσική κυβέρνηση πήρε απόφαση να σχηματίσει εξ αυτών (των Σουλιωτών) στρατιωτικόν σώμα, το οποίον εσκόπευε να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη στιγμή. Η Κέρκυρα και όλη η Επτάνησος διετέλη υπό ρωσικήν προστασίαν. Διετάχθη λοιπόν ο εκεί Ρώσος στρατηγός Ανρέπ να σχηματίσει οκτώ νέους λόχους από Σουλιώτες εθελοντές, εις τους οποίους διόρισε αξιωματικούς Σουλιώτες. Ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δαγκλής, ο Ζέρβας, ο Δράκος κ.ά. Στρατολόγησε και γυναίκες. Ούτω η σύζυγος Φώτου Τζαβέλλα ήταν ανώτερη αξιωματικός λόχου εις τον οποίον είχε ταχθεί ο σύζυγός της ως λοχαγός. Έλαβε βαθμό ταγματάρχου σε λόχο που ήταν ο άνδρας της λοχαγός…
Αλεφαντώ, η Μεσολογγίτισσα
 Κάτω από την – κατ’ ανάγκη – ανδρική της ενδυμασία κρυβόταν μια ψυχή που αψηφούσε κάθε είδος κινδύνου και κακουχίας μεταδίδοντας θάρρος στους άντρες πολιορκημένους. Χήρα η ίδια, συνελήφθη κατά την έξοδο του Μεσολογγίου μαζί με την μικρή της κόρη.
.
Ευφροσύνη Νέγρη
Η Ευφροσύνη Νέγρη, λέει η συγγραφέας Παρρέν: « Ειργάσθη, προς διάδοσιν των κυοφορουμένων τότε φιλελευθέρων ιδεών και η αίθουσα της απετέλει το κέντρον των μυστικών συναθροίσεων των μεμυημένων ομογενών. Υπό τας μυροβόλους ανθοδέσμας των πολυτελών δοχείων, εκρύβοντο τα εγχειρίδια* και τα όπλα, τα οποία κρυφά και μεταξύ δύο φιλοφρονήσεων μετεβιβάζοντο εις τους ήρωας, οίτινες υπό τοιούτων γυναικών ενεθαρρύνοντο εις την ευγενή και μεγάλην απόφασιν να πληρώσωσι με το αίμα τους την ελευθερία της χώρας των».
.
Ελισάβετ Υψηλάντη
H Ελισάβετ Υψηλάντη, η μητέρα των Υψηλάντηδων, αποκαλούνταν «Πρωτομάνα των Φιλικών» έρχεται πρώτη να χρηματοδοτήσει τον αγώνα που προετοιμάζεται.
 Στις 16/2/1821 στο αρχοντικό της συγκεντρώνονται οι Φιλικοί για να αποφασίσουν την στιγμή της εξεγέρσεως. 
Η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας είναι τόση, που ο Αλέξανδρος(Υψηλάντης) συγκινημένος λέει στους άλλους εταίρους: 
«-Γράψτε στο τέλος της διακήρηξης «φιλώ το χέρι της μητρός μου».
.
Ακριβή Τσαρλαμπά
Ακριβή Τσαρλαμπά ήταν κόρη του προεστού της Πρέβεζας Δημήτριου Τσαρλαμπά, σύζυγος του Ανδρέα Βερούση (καπετάν Ανδρούτσος) και μητέρα του αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης, Οδυσσέα Ανδρούτσου.Γεννήθηκε στην Πρέβεζα γύρω στο 1766 και ήταν κόρη του ντόπιου προεστού Δημητρίου Τσαρλαμπά. Στις 13 Μαρτίου 1786 παντρεύτηκε τον Ρουμελιώτη αρματολό Ανδρέα Βερούση. Γύρω στο 1790, γέννησε στην Ιθάκη[(σύμφωνα με άλλη εκδοχή στην Πρέβεζα) τον μετέπειτα σημαντικό οπλαρχηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο. Λίγο αργότερα, το 1793, ο σύζυγός της συνελήφθη από τις βενετικές αρχές και παραδόθηκε στους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα τη φυλάκισή του στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1798, η Τσαρλαμπά βρισκόταν στην Πρέβεζα όπου έκανε αίτηση μέσω των γαλλικών αρχών για την απελευθέρωση του συζύγου της, ο οποίος όμως τελικά εκτελέστηκε από τις οθωμανικές αρχές. Όταν ο γιος της Οδυσσέας ήταν περίπου 15 ετών, η Ακριβή παντρεύτηκε τον συντοπίτη της Φίλιππο Καμμένο, με τον οποίο απέκτησε άλλα πέντε παιδιά.
Με το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821, κατέφυγε, για λόγους ασφαλείας, μαζί με την κόρη της Ταρσίτσα και την γυναίκα του πρωτότοκου γιου της, Ελένη, στο στρατόπεδο του Ανδρούτσου στο Κωρύκιον Άνδρον του Παρνασσού. Σύμφωνα με την αναφορά της ιδίας το 1832 προς την Ε’ Εθνοσυνέλευση, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 σκοτώθηκαν τρία από τα παιδιά της.
Από τον γάμο της με τον Φίλιππο Καμμένο, η Τσαρλαμπά απέκτησε πέντε παιδιά ονόματι Γιαννάκης, Πάνος, Βαγγέλης, Ταρσίτσα και Αγγελική. Από αυτά, ο Γιαννάκης Καμμένος σκοτώθηκε γύρω στα 1827 στη θέση Ζαγαρά Ελικώνα ενώ η Ταρσίτσα, είχε έναν σύντομο γάμο με τον Βρετανό συμπολεμιστή του Ανδρούτσου, Τρελώνη.
Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, χορηγήθηκε στην Ακριβή Τσαρλαμπά μηνιαία σύνταξη 40 φοινίκων. Αργότερα, το 1844 ο Ιωάννης Ζαμπέλιος της αφιέρωσε την τραγωδία του «Οδυσσέας Ανδρούτσος»
Αντωνούσα η Οπλαρχηγός
Η περιβόητη Αντωνούσα Καστανάκη ή Καστανοπούλου από το χωριό Κερά Κισσάμου το 1866 ήταν 22 χρόνων. Μια μέρα οι Τούρκοι πήγαν στον πατέρα της και του ζήτησαν ένα βόδι πεσκέσι για τους Τούρκους του Καστελιού και αν δεν το πήγαινε την ημέρα που του όρισαν, θα σκότωναν την επομένη αυτόν και τα κοπέλια του.
Τʼ άκουσε αυτό η Αντωνούσα και εμπόδισε τον πατέρα της να δώσει το βόδι, τον έπεισε μάλιστα να φύγει με την οικογένεια και όλα τα ζωντανά του στα Εννιά Χωριά όπου δεν πατούσε εύκολα τούρκικο πόδι. Την επομένη το πρωί έφτασε ο Τούρκος, βρήκε την πόρτα κλειστή και φώναξε. Η Αντωνούσα ανεβασμένη σε μια συκιά τον πυροβόλησε. Εκείνος σωριάστηκε, πυροβόλησε με τη σειρά του αλλά αστόχησε και η Αντωνούσα πήρε το γιαταγάνι του και τουʼ κοψε το κεφάλι. Ύστερα ζώστηκε τʼ άρματα και βγήκε στο βουνό όπου συνάντησε τους επαναστάτες. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά τον τριετή πόλεμο του 1866-69 και αργότερα στα 1879 στο σώμα του οπλαρχηγού Δημ. Κωναταντουλάκη. Οι Τούρκοι την κυνήγησαν αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να την πιάσουν.
Το 1882 αποφεύγοντας τη δίωξη κατέφυγε στην Αθήνα. Παρουσιάστηκε στον βασιλιά Γεώργιο Αʼ που την ανεκήρυξε οπλαρχηγό. Με την ιδιότητά της αυτή και με σώμα αντρών που είχε συγκροτήσει η ίδια, πήρε μέρος στους ηπειρωτικούς αγώνες. Φορούσε πάντα την ανδρική κρητική στολή της εποχής, τις βράκες. Έτσι το 1911 που επισκέφτηκε το χωριό της χρειάστηκε να δείξει το στήθος της για να πιστέψουνε πως είναι γυναίκα. Πέθανε στον Πειραιά το 1918.
Μαρία Παλάσκα
Η Μαρία Παλάσκα (αναφερόμενη και «Παλάσκαινα» ή «χήρα Χρήστου Παλάσκα») ήταν σύζυγος του Χρήστου Παλάσκα, γνωστή για την υποστηριζόμενη από μερίδα συγγραφέων, αποστολή του συζύγου της από τον Ιωάννη Κωλέττη που κατέληξε σε παγίδευση και το θάνατο του άνδρα της, αλλά και για τις μετέπειτα σχέσεις της με τον Κωλέττη. Παιδιά της με τον Παλάσκα ήταν ο Λεωνίδας Παλάσκας, σημαντικός αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και υπουργός Ναυτικών και η Ανθούσα Παλάσκα, μετέπειτα Ανθούσα Ρουζού (ή Ρουζιού), σύζυγος του Γάλλου επιχειρηματία και διπλωμάτη Αλεξάνδρου Ρουζιού.
Η Μαρία γνωρίστηκε και παντρεύτηκε με τον Χρήστο Παλάσκα μερικά χρόνια πριν το 1819, δεδομένου ότι τότε γέννησε τον Λεωνίδα Παλάσκα στα Ιωάννινα, ενώ η κόρη τους Ανθούσα είχε γεννηθεί νωρίτερα. Στα προηγούμενα χρόνια ο άνδρας της είχε υπηρετήσει κατά το διάστημα 1808 – 1817 διαδοχικά μαζί με άλλους Έλληνες στα Επτάνησα, στα γαλλικά, ρωσικά και βρετανικά στρατεύματα ως αξιωματικός του Πυροβολικού και το 1818 επέστρεψε στην Ήπειρο όπου υπηρέτησε ως επιτελικός αξιωματικός στην αυλή του Αλή πασά στα Ιωάννινα. Εκεί βρισκόταν ήδη από το 1810 ο Ιωάννης Κωλέττης εξασκώντας την ιατρική, στενός φίλος με τον Παλάσκα.
ΕΛΕΝΗ ΒΆΣΣΟΥ-  Η “Ωραία Ελένη” της ελληνικής επανάστασης
Γεννήθηκε στην Ήπειρο στις αρχές του 19ου αιώνα. Η οικογένειά της καταδιώχτηκε και κατέφυγε στην Κέα. Εκεί έμεινε η Ελένη μέχρι την ενηλικίωσή της. Εκεί γνώρισε τον στρατηγό Μαυροβουνιώτη Βάσσο, ο οποίος γύρω στα τέλη της επανάστασης του 1821 πηγαίνοντας προς την Συρία για να κάνει και εκεί επανάσταση στάθμευσε στην Κέα και την ερωτεύτηκε. Αν και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, οι γονείς της αρνήθηκαν τον γάμο. Ο στρατηγός Βάσος τότε απήγαγε την Ελένη και την άφησε στην Άνδρο, όπου την έβαλε στον ιστορικό πύργο του Γιαννούλη και έστησε φρουρά για να την φυλάει. Στον πύργο αυτό έμεινε η Ελένη κλεισμένη σαν τις ηρωίδες των μεσαιωνικών θρύλων για πολλούς μήνες. Το 1826, στον γυρισμό του από την Βηρυτό, ο στρατηγός Βάσσος την πήρε μαζί του και την μετέφερε στον Πειραιά. Εκεί αρχίζει και η δράση της Ελένης.
Στις μάχες που έδινε ο Βάσσος, η γυναίκα του ήταν νοσοκόμα και γραμματέας. Τον βοήθησε στην λύση της πολιορκίας της Καρύστου και κράταγε την αλληλογραφία του με τον Κιουταχή, ενώ ήταν η κυρίως σύμβουλός του σε όλες τις σημαντικές διαπραγματεύσεις.
Μετά την επανάσταση η Ελένη Βάσσου από την Σαλαμίνα όπου είχε εγκατασταθεί, αντιτίθενταν με πολύ ζήλο εναντίον του Καποδίστρια υποστηρίζοντας μια άλλη πολιτική με πρότυπο την Ρωσία. Το σπίτι της είχε γίνει κέντρο της αντιπολίτευσης.
Επί Όθωνα η Ελένη Βάσσου και ο σύζυγός της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε μια από τις πιο ευγενείς και φιλόξενες κυρίες της εποχής της. Στους χειμερινούς χορούς που έδινε συνέρρεε όλη η αριστοκρατία. Διακρίθηκε για την ομορφιά της, αλλά και για την νοημοσύνη και το μεγαλείο του φρονήματός της. Τραγουδήθηκε από τους ποιητές της εποχής της.
Απεβίωσε στα βαθιά γεράματα αφήνοντας πολλούς απογόνους, από τους οποίους δύο γιοι έγιναν επίσης σημαντικοί ανώτεροι αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού, συνεχίζοντας το έργο του πατέρα τους.
Οι άγνωστες γυναίκες της ελληνικής επανάστασης του 1821.
Μπορεί στην απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία να πρωταγωνιστούσαν κυρίως άντρες, αλλά ξέρετε ποιος κρύβεται πάντα πίσω από κάθε σπουδαίο αρσενικό.
Οι πρωτεργάτες της ελληνικής επανάστασης του 1821 απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν κυρίως άντρες. Η θέση των γυναικών (και) στη συγκεκριμένη πατριαρχικά οργανωμένη κοινωνία, βρισκόταν στο σπίτι. Ωστόσο, πολλές γυναίκες συνέβαλαν σημαντικά σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, με τα δικά τους μέσα και τη γενναία συμπεριφορά τους, η οποία συχνά έφτανε στην αυτοθυσία.
Οι γυναίκες του Μεσολογγίου
Η πόλη του Μεσολογγίου πολιορκήθηκε για έναν ολόκληρο χρόνο από τους Οθωμανούς. Βομβαρδίστηκε επανειλημμένα και, όταν οι πολιορκητές κατάλαβαν ότι οι κάτοικοι δεν υπήρχε περίπτωση να παραδοθούν, απέκλεισαν την πόλη με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκόψουν κάθε διαδικασία ανεφοδιασμού με τρόφιμα και πυρομαχικά. Οι Μεσολογγίτισσες, σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης, στάθηκαν στο πλευρό των πολεμιστών εμψυχώνοντάς τους και βοηθώντας τους σε πρακτικά θέματα, όπως η περίθαλψη των τραυματισμένων και η μεταφορά των πυρομαχικών. Οι γυναίκες του Μεσολογγίου υπέστησαν τον φοβερό λιμό της πόλης και, στην απόφαση για την ηρωική έξοδο, αποφάσισαν να θυσιαστούν μαζί με τους άντρες πολεμιστές. Κάποιες ντύθηκαν με αντρικά ρούχα και πέθαναν πολεμώντας, ενώ άλλες αιχμαλωτίστηκαν από τους πολιορκητές. Η ηρωική στάση των γυναικών του Μεσολογγίου αποτυπώθηκε λογοτεχνικά, μεταξύ άλλων, και στο ποιητικό σύνθεμα του Διονυσίου Σολομού, «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».

Οι γυναίκες της Χίου

Η Χίος κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν πολύ πλούσιο νησί, χάρη στις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων της και, ιδίως, το εμπόριο της μαστίχας. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄, μόλις έμαθε, τον Μάρτιο του 1822, για την κήρυξη της επανάστασης στο νησί, εξαγριώθηκε θεωρώντας ότι οι κάτοικοι επέδειξαν αχαριστία απέναντι στα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί από την Αυτοκρατορία. Έτσι, αποφάσισε να αποβιβάσει στο νησί 7 χιλιάδες στρατιώτες, οι οποίοι κατέσφαξαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Πολλές από τις Χιώτισσες που δεν σφαγιάστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης. Σημειώνεται ότι ο κύριος τρόπος ευτελισμού των γυναικών εκείνη την εποχή, ήταν η πώληση ως σκλάβων. Γυναίκες περήφανες, υπέμειναν τα απάνθρωπα μαρτύρια των Οθωμανών και, σε πολλές περιπτώσεις, προτίμησαν να αρνηθούν την τροφή, ώστε να πεθάνουν από την πείνα, παρά να σκλαβωθούν. Η συμπεριφορά των γυναικών της Χίου μετά τη σφαγή στο νησί καταγράφηκε από τους περιηγητές και ιστορικούς της εποχής και ενέπνευσε τον μεγάλο Γάλλο ζωγράφο Ευγένιο Ντελακρουά, που φιλοτέχνησε τον συγκλονιστικό πίνακά του “Η Σφαγή της Χίου”. 
Οι γυναίκες της Φιλικής Εταιρείας
Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό, από τους Τσακάλωφ, Ξάνθο και Σκουφά, με σκοπό την προετοιμασία της απελευθέρωσης της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αρχικά δεν επιτρεπόταν σ’ αυτήν η συμμετοχή γυναικών, στην πορεία, όμως, έδωσαν τον «φιλικό όρκο» αρκετές γυναίκες που βοήθησαν σημαντικά στη χρηματοδότηση του ελληνικού αγώνα.
Τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η Ελισάβετ Υψηλάντη, μητέρα του Δημητρίου και του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Η προσφορά της είχε αναγνωριστεί ήδη από τα παιδιά της, που θεωρούσαν πως, χωρίς την προσφορά της μητέρας τους, το ξεκίνημα της επανάστασης θα αργούσε για πολύ ακόμα. Στη δράση των Φιλικών συμμετείχε ενεργά και η Ρωξάνη Σούτσου, γυναίκα του Μιχαήλ Σούτσου, τελευταίου Έλληνα ηγεμόνα της Μολδαβίας. Από επιστολή της που σώζεται μέχρι σήμερα, προκύπτει ότι η ανάμιξή της στα της οργάνωσης ήταν εξαιρετικά μεγάλη και γνώριζε ακόμα και ζητήματα γνωστά σε πολύ λίγους άντρες Φιλικούς.
Στη Φιλική Εταιρεία συμμετείχε και η θρακικής καταγωγής Δόμνα Βισβίζη, σύζυγος καπετάνιου, που αφιέρωσε τη ζωή της, τόσο στο έργο των Φιλικών πριν την επανάσταση, όσο και κατά τη διάρκειά της, πάνω στο πλοίο του συζύγου της, πρωτοστατώντας σε σημαντικά πολεμικά γεγονότα, όπως η πολιορκία της Εύβοιας το 1822.

Σημαντική «κατασκοπική» δράση είχε, στο πλαίσιο της Φιλικής Εταιρίας, και η Κωνσταντινοπολίτισσα Μαριγώ Ζαραφοπούλα, η οποία, μετά την προδοσία του Φιλικού Ασημάκη Θεοδώρου, που έδωσε μυστικά για την επικείμενη επανάσταση στους Τούρκους, ανέλαβε να μαθαίνει πληροφορίες γύρω από τον Θεοδώρου και να ενημερώνει σχετικά τους Φιλικούς. Όταν η δράση της έγινε γνωστή, συνελήφθη, φυλακίστηκε και εξορίστηκε. Δε σταμάτησε, όμως, εκεί το έργο της. Βοήθησε τους γιους του Π. Μαυρομιχάλη να δραπετεύσουν, όσο ήταν κρατούμενοι σε Οθωμανικές φυλακές. 
ΚΡΗΤΗ
Εκτός όμως από τις Σουλιώτισσες, τις Ναουσαίες, τις Μακεδόνισσες και τις Μεσολογγίτισσες, οι Μανιάτισσες (όπως η Σταυριάνα Σάββαινα και η Πανωραία Βοζίκη) και οι Κρητικές επέδειξαν απαράμιλλη ανδρεία και ανέπτυξαν ηρωικό ήθος. Στην κρητική επανάσταση του 1866, και πιο συγκεκριμένα στην πολιορκία της Μονής Αρκαδίου.
 Η ηρωίδα ήταν κόρη, σύζυγος και μητέρα αγωνιστών. Ο σύζυγός της, Μιχαήλ Δασκαλάκης, ήταν απόγονος του Δασκαλογιάννη. Και οι τρεις γιοι της έπεσαν σε μάχες του 1866. Πρωταγωνίστησε στην πολιορκία του Αρκαδίου. Οι οπλαρχηγοί που βρίσκονταν στην μονή, προεξάρχοντος του ηγούμενου Γαβριήλ και, όπως λένε μερικοί, με τη σύμφωνη γνώμη της Χαρίκλειας Δασκαλάκη, η οποία συμμετείχε στα συμβούλια, αποφάσισαν να αντιταχθούν στην επίθεση του Μουσταφά Πασά μέχρις εσχάτων. Την 8η Νοεμβρίου ο Μουσταφάς μετέφερε από το Ρέθυμνο πυροβόλο μεγάλης ολκής, για να καταρρίψει τη σιδερένια πύλη της μονής. Άρχισε ο κανονιοβολισμός.
Η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, κλεισμένη σε ένα κελί με το γιο της Κωνσταντίνο και άλλους πολεμιστές, πολεμούσε ακατάβλητη και εμψύχωνε με το θάρρος της τους άλλους. Τρεις φορές έτρεξε και αναστήλωσε τη σημαία του οπλαρχηγού γιου της, την οποία κατέρριπταν ο σφαίρες του εχθρού. Τέλος, την τέταρτη φορά, αφού έσπασε το κοντάρι, δίπλωσε τη σημαία, τη φίλησε και την έκρυψε στην αγκάλη της. Ενώ η ηρωίδα πυροβολούσε αδιάκοπα τους εχθρούς, ξαφνικά εχθρική σφαίρα πληγώνει το γιο της. «Για τόσο μικρό πράγμα!», του λέει η Χαρίκλεια. Η φωνή της μητέρας δίνει δύναμη και ζωή στο γιο της. Σηκώνεται, παίρνει το όπλο του και αρχίζει πάλι να πυροβολεί. Τα φυσίγγιά τους εξαντλούνται. Η Δασκαλάκη, με απίστευτη ψυχραιμία και θάρρος, ανοίγει την πόρτα του κελιού, τρέχει κάτω από χαλάζι σφαιρών προς το πτώμα Τούρκου στρατιώτη. Παίρνει τα φυσίγγιά του και επανέρχεται. Από τους 950 πολιορκημένους στη Μονή γύρω στους 100 μόνο σώθηκαν. Η ηρωίδα Δασκαλάκη σώθηκε και επέζησε. Ενώ συνελήφθη μαζί με το γιο της, ο οποίος φονεύθηκε από τους Τούρκους , η Χαρίκλεια κατόρθωσε να διαφύγει. Μετά την επανάσταση εμφανίστηκε στην Αθήνα, έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για την πολιορκία του Αρκαδίου και την αυτοθυσία των πολιορκημένων.
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΕΣ
Στις ένοπλες συγκρούσεις των οικογενειών, όταν καιροφυλακτούσαν οι “χωσίες” σε κάθε στενωσιά και πίσω από κάθε βράχο, για να σκοτώσουν τον αντίπαλο, οι γυναίκες κυκλοφορούσαν ελεύθερα και κανείς δεν σκεφτόταν να τις πειράξει. Όμως οι γυναίκες δεν έμεναν αμέτοχες στους αγώνες. Στο ημερολόγιο του Μανιάτη γιατρού Παπαδάκη είναι μεγάλος ο αριθμός των γυναικών με τραύματα από πέτρα, στιλέτο ή μπατολιά (πυροβολισμό). Ενας περιηγητής είδε στην Καρδαμύλη τις κοπέλες να αγωνίζονται στο λιθάρι και τη σκοποβολή. Κάποιος άλλος έγραψε στο βιβλίο του, πως μια γυναίκα για να του κάνει επίδειξη της ικανότητάς της στη σκοποβολή, του πρότεινε να βάλει το καπέλο του σε απόσταση περίπου 130 μέτρων για να το τρυπήσει, μα αυτός δεν δέχθηκε.
Κωνσταντίνα Ζαχαριά(…) άρπαξε τα όπλα , για να εκδικηθεί , και ύψωσε σημαία στην κατοικία της! Οι γυναίκες φλέγονται από τις διηγήσεις της και την ακολουθούν στην κοιλάδα της Σπάρτης , εκεί διακηρύσσει την αναγέννηση της Ελλάδος ηγουμένη πεντακοσίων χωρικών.Αφού ανάγκασε τους Τούρκους να κλειστούν στο φρούριο του Μιστρά , ανέρχεται τη ροή του ποταμού Ευρώτα μέχρι το Λεοντάριο , εκεί ανέτρεψε την Ημισέληνο των τεμένων και πυρπολεί τον οίκον του Βοιβόδα , ο οποίος πέφτει από τις βολές της.
Οι γυναίκες σε όλη την ελληνική επικράτεια, στην Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την Ήπειρο, βοήθησαν ενεργά στην ελληνική επανάσταση του 1821, τόσο στα μετόπισθεν, όσο και στα πεδία των μαχών. Υπάρχουν καταγεγραμμένες μαρτυρίες ακόμα και για γυναίκες που ντύνονταν με αντρικά ρούχα και συμμετείχαν πολεμώντας στις μάχες. 
Συνολικά, όμως, η συνεισφορά των γυναικών στην ελληνική επανάσταση του 1821 δεν έχει αναδειχθεί σε όλο της το φάσμα μέσα από τη σύγχρονη ιστορία, παρότι τα δημοτικά τραγούδια, οι μαρτυρίες περιηγητών της εποχής και πολλά εικαστικά έργα αναδεικνύουν διαχρονικά το σημαντικότατο ρόλο τους σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα.
Επιμέλεια Καλλιόπη Γιακουμή
Πηγή: vivlionorizontes.gr






Διονύσιος Σολωμός:Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.


Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας.
Κι έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ’ ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση
η Ανατολή τ’ αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση.
Έστρωσ’ , εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους
κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους.
Κι όπου η βουλή τους συφορά κι όπου το πόδι χάρος.
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
Διονύσιος Σολωμός:


Η Θέλησή μου Βράχος ~ Λάκης Χαλκιάς, Γιάννης Μαρκόπουλος (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)













Κέντρο Χορωδιακής Πράξης στην Κεφαλονιά - 2η Συνάντηση Χορωδιών 1999 Διονύσιος Σολωμός - Νικόλαος Μάντζαρος-Χαλικιόπουλος: Ύμνος εις την Ελευθερίαν (στο Youtube αποσπάσματα), Αργοστόλι,10.9 1999 - LIVE Ενορχήστρωση & χορωδιακή επεξεργασία: Άλκης Μπαλτάς, (ανάθεση του ΚΧΠ) ΧΟΡΩΔΙΕΣ: ΕΡΤ (Α. Κοντογεωργίου), Πολυφωνική Πάτρας (Στ. Σολωμός), Παιδική Πολυφωνικής Πάτρας (Λ. Σουρμελή), "Αρμονία¨Πρέβεζας (Β. Στεφάνωφ), Παιδική "Αρμονία" Πρέβεζας (Α, Στεφάνοβα), Παιδική Δήμου Ροδίων (Γ. Σακελλαρίδης), Παιδική & Γυναικεία Δήμου Αργοστολίου (Α. Γεωργακάτος), Αργοστολίου (Β. Μουντάκης). Συντονισμός Χορωδιών: Αντώνης Κοντογεωργίου Η Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ Διεύθυνση: ΑΛΚΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

Θεόδωρος Βρυζάκης, Καραούλι


 Θεόδωρος Βρυζάκης, Η Ελλάς ευγνωμονούσα














womanwithview.blogspot.com

0 comments :

Post a Comment

Powered by Blogger.
back to top