Πρόκειται γιά μιά σχεδόν λησμονημένη τέχνη. Χιλιάδες βιβλία γράφονται καί διαβάζονται κάθε χρόνο, ἐλάχιστοι εἶναι ὅμως οἱ ἄνθρωποι πού ἀναγιγνώσκουν: ἐκεῖνοι δηλαδή πού ἀναγνωρίζουν σ’ ἕνα βιβλίο μιά ἄγνωστη πλευρά τοῦ ἑαυτοῦ τους, μιά ξεχασμένη αἴσθηση ἤ μιά συγκίνηση πού ἔρχεται στήν ἐπιφάνεια μέ τή διακριτική μεσολάβηση τοῦ συγγραφέα. Αὐτοί, οἱ ἀληθινοί ἀναγνῶστες, καμμιά σχέση δέν ἔχουν μέ ὅσους περιδιαβάζουν στίς σελίδες ἑνός βιβλίου. Εἶναι οἱ τελευταῖοι μιᾶς φυλῆς ἡ ὁποία ἀναγνωρίζεται ἀκόμα ἀπό τό τυπικό μιᾶς τελετῆς πού ἐπαναλαμβάνεται ἀπαράλλαχτη ἐδῶ καί αἰῶνες.
Ὁ ἀναγνώστης διαλέγει ὁ ἴδιος τά βιβλία του. Τό βιβλιοπωλεῖο εἶναι ὁ φυσικός του χῶρος, τό δεύτερο σπίτι του. Ἀφοῦ παραπλεύσει τούς φορτωμένους πάγκους, ὁ ἀναγνώστης κατευθύνεται στά σκονισμένα ράφια. Ξέρει καλά πώς κάτω ἀπ’ τή σκόνη, μέσα στήν ἀδιαφορία καί τήν ἐγκατάλειψη, περιμένουν οἱ πραγματικοί θησαυροί, ὅπως τά ἐκλεκτά κρασιά πού παλαιώνουν στήν κάβα. Ἐκεῖ ἀφήνει τό μάτι του νά πλανηθεῖ σέ τίτλους, ὀνόματα συγγραφέων, λέξεις καί χρώματα. Ὅταν κάποιο βιβλίο τραβήξει τήν προσοχή του, τό κατεβάζει ἀπ’ τό ράφι καί τό ξεφυλλίζει μέ ἀνυπόμονα χέρια. Διαβάζει τό ὀπισθόφυλλο, τό βιογραφικό σημείωμα τοῦ συγγραφέα, κάποιες τυχαῖες περικοπές. Ὁ ἀναγνώστης προσέχει ἀκόμα τά τυπογραφικά στοιχεῖα, τήν εἰκόνα καί τό στήσιμο τοῦ ἐξωφύλλου, τήν ποιότητα τοῦ χαρτιοῦ. Μερικοί ἀναγνῶστες συνηθίζουν νά βυθίζουν τή μύτη τους μέσα στίς σελίδες ἑνός βιβλίου καί ν’ ἀπολαμβάνουν τό ἄρωμα τῆς τυπωμένης μελάνης. Μολονότι αὐτό γίνεται συνήθως στά κρυφά, πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἀποτελεῖ μία καθ’ ὅλα νόμιμη πράξη. Τό βιβλίο ἀπευθύνεται σέ ὅλες τίς αἰσθήσεις μας, κι αὐτό εἶναι κάτι πού τό ξέρει καλά ὁ ἀναγνώστης.
Ὁ ἀναγνώστης διαβάζει πάντοτε μόνος. Γνωρίζει πώς ἡ ἀνάγνωση εἶναι μιά διαδικασία πού, ὅπως μιά δύσκολη καί ἀπαιτητική ἐρωμένη, ἀξιώνει ὁλόκληρη τήν προσοχή του. Φροντίζει, λοιπόν, νά ἐξασφαλίσει τήν ἀπόστασή του ἀπό τήν πραγματικότητα προκειμένου νά βυθιστεῖ ἀπερίσπαστος σ’ ἕναν καινούργιο κόσμο. Ἡ ἀνάγνωση σέ παραλίες, καφενεῖα, μέσα μαζικῆς μεταφορᾶς, παγκάκια πάρκων καί, γενικά, σέ πολυσύχναστα μέρη, εἶναι μιά προβληματική μορφή ἀνάγνωσης. Πράγματι, ἀρκεῖ ἕνας θόρυβος, μιά φωνή, ἡ ἄκαιρη παρέμβαση τοῦ σερβιτόρου, γιά νά ραγίσει ὁ κόσμος πού ὁ ἀναγνώστης οἰκοδομοῦσε μέσα του. Γι’ αὐτό ὁ ἀναγνώστης διαβάζει κατά μόνας στό ἥσυχο περιβάλλον τοῦ σπιτιοῦ του. Ἄλλες φορές μπορεῖ κατά τήν κρίση του νά ἐπιλέξει μιά ὄχι ἰδιαίτερα ἀναπαυτική πολυθρόνα στό σαλόνι ἤ μιά ἁπλή καρέκλα στό δροσερό μισοσκόταδο τῆς κουζίνας. Ἡ ἀνάγνωση στό κρεβάτι ἤ στόν καναπέ, μολονότι χαίρει ἰδιαίτερης προτίμησης ἀπό μιά ὁρισμένη κατηγορία ἀναγνωστῶν πού διακρίνονται γιά τή σωματική νωθρότητά τους, δέν ἐνδείκνυται, διότι οὐσιαστικά ὑποθάλπει καί τήν πνευματική νωθρότητα τοῦ ἀναγνώστη.
Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά συνοδεύσει τή διαδικασία τῆς ἀνάγνωσης μέ ὁρισμένα ἄλλα μέσα: τσιγάρο, πίπα, ποῦρο γιά τούς καπνιστές, ἀφεψήματα ἱκανά νά σβήσουν τή δίψα καί νά ἐνισχύσουν τήν ἀπόλαυση. Ἀνάμεσα στά τελευταῖα τά πλέον ἐνδεδειγμένα εἶναι τό τσάι καί ὁ καφές, πού κρατοῦν τόν ἀναγνώστη σέ ἐγρήγορση χωρίς νά τοῦ στεροῦν τίς πνευματικές του δυνάμεις. Ἀπεναντίας, πρέπει νά ἀποφεύγεται τό ἀλκοόλ, πού θολώνει τήν κρίση καί μειώνει τήν ἱκανότητα τῆς ἀντίληψης. Ὁρισμένοι ἀναγνῶστες προτιμοῦν νά διαβάζουν τά βιβλία τους μέ τή διακριτική συντροφιά τῆς μουσικῆς. Σ’ αὐτή τήν περίπτωση, ὅμως, ὁ ἀναγνώστης ὀφείλει νά εἶναι ἰδιαίτερα προσεκτικός στίς μουσικές ἐπιλογές του. Ἡ μουσική πρέπει νά περιορίζεται στόν συνοδευτικό της ρόλο καί σέ καμμιά περίπτωση δέν ἐπιτρέπεται ν’ ἀποσπᾶ τήν προσοχή τοῦ ἀναγνώστη.
Ὁρισμένοι ἀναγνῶστες προτιμοῦν τά ἄκοπα βιβλία, γιατί τούς δίνουν τήν εὐκαιρία μιᾶς πρώτης σωματικῆς ἐπαφῆς πού προηγεῖται τῆς διαδικασίας τῆς ἀνάγνωσης. Ὅπως αὐτοί πού προτιμοῦν τό ἐκλεκτό κρασί, θέλουν νά συμμετέχουν οἱ ἴδιοι στό μυστικό τῆς ἀποσφράγισης ἑνός καλοῦ βιβλίου. Γι’ αὐτό ὁ ἀναγνώστης εἶναι πάντα ἐφοδιασμένος μ’ ἕναν κοφτερό χαρτοκόπτη ἤ ἕνα κοινό μαχαίρι πού τό γλιστράει τρυφερά ἀνάμεσα στίς σελίδες τοῦ βιβλίου προσέχοντας νά μήν τό πληγώσει. Ἐνῶ κόβει τίς σελίδες, ὁ ἀναγνώστης ἐξετάζει μέ τήν ἄκρη τῶν δακτύλων τήν ὑφή τοῦ χαρτιοῦ, τό βάρος καί τήν πυκνότητά του, καί ἐπιτρέπει στό βλέμμα του νά πλανηθεῖ ἀνάμεσα στίς τυπωμένες σειρές λαμβάνοντας ἔτσι μιά πρώτη γεύση ἀπ’ τό βιβλίο, ἀκριβῶς ὅπως ὁ γευσιγνώστης στριφογυρίζει στό στόμα του μιά γουλιά ἀπό τό ἐκλεκτό ποτό μέχρι νά νιώσει ν’ ἀναδεικνύεται τό ἄρωμά του.
Ὁ ἀναγνώστης διαβάζει ἀργά, προσπαθώντας νά ἐναρμονίσει τόν ρυθμό τῆς ἀνάγνωσης μέ τούς ἐσωτερικούς ρυθμούς τῆς ἀφήγησης. Πολλές φορές ἀπολαμβάνει δύο καί τρεῖς φορές τήν ἀνάγνωση κάποιας σελίδας ἤ ἀφήνεται σέ μιά μυστική ὀνειροπόληση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μέρος τῆς σχέσης πού ἀναπτύσσεται μεταξύ ἐκείνου καί τοῦ συγγραφέα. Ὁ ἀναγνώστης ἔχει τήν ἱκανότητα νά διαβάζει ἀκόμα καί ἀνάμεσα στίς γραμμές, γιατί ξέρει ὅτι αὐτές οἱ μικρές σιωπές πού δημιουργοῦνται στά κενά τῆς ἀφήγησης εἶναι ἀποκλειστικά δικός του χῶρος: χῶρος γιά νά συλλογιστεῖ, γιά νά δημιουργήσει, γιά νά ὀνειρευτεῖ. Ποτέ ὁ ἀναγνώστης δέν ἀφήνει ἀδιάβαστες σελίδες γιά νά φτάσει πιό σύντομα στό τέλος τοῦ βιβλίου. Γιά τόν ἀναγνώστη σημασία ἔχει τό ταξίδι, ὄχι ὁ προορισμός.
Ὁ ἀναγνώστης ξέρει πώς ἕνα καλό βιβλίο πρέπει νά διαβάζεται ἀπνευστί, μέσα σέ μιά ἰδιαίτερη κατάσταση πού λίγο ἀπέχει ἀπό τόν πυρετό ἤ τή μέθη. Ἐάν κάποιο βιβλίο, λόγω μεγέθους, δέν εἶναι δυνατόν νά ὁλοκληρωθεῖ σέ μία καί μόνη ἀνάγνωση, τότε ὁ ἀναγνώστης κατατρύχεται ἀπό μιά παράξενη ἔξαψη, εἶναι ἀπρόσεχτος στίς καθημερινές ἀσχολίες του καί καταδιώκεται ἀπό τήν ἔμμονη ἰδέα τοῦ βιβλίου. Μέ σπουδή βιάζεται ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς βιοτικές του μέριμνες καί νά ἐξοικονομήσει τόν ἀπαραίτητο χρόνο γιά νά ὁλοκληρώσει τήν ἀνάγνωση. Ἀρκετοί ἀναγνῶστες προτιμοῦν νά θυσιάσουν τόν ὕπνο τους προκειμένου νά τελειώσουν τήν ἀνάγνωση ἑνός συγκεκριμένου βιβλίου. Ὡστόσο, ὅταν ἡ νύστα βαραίνει τά βλέφαρα, ὁ ἀναγνώστης δέν εἶναι σέ θέση νά συλλάβει ὅλες τίς ἀποχρώσεις τῆς ἀφήγησης, τή διαύγεια καί τή στιλπνότητα τοῦ ὕφους. Ὁ ἀναγνώστης θεωρεῖ τήν ἀνάγνωση ὡς τήν ὑψηλότερη μορφή ἀπόλαυσης καί ἀρνεῖται νά ὑποκύψει σέ τέτοιες ψυχαναγκαστικές διαδικασίες. Ἐπίσης, ὁ ἀναγνώστης νιώθει βαθιά περιφρόνηση γιά ὅσους ἀντιμετωπίζουν τήν τέχνη τοῦ λόγου ὡς μιά μορφή δραστικοῦ ὑπνωτικοῦ καί ἀρνεῖται νά διαβάσει «γιά νά νυστάξει».
Τυχαίνει κάποτε ὁρισμένα βιβλία ν’ ἀντιστέκονται στήν πράξη τῆς ἀνάγνωσης. Ὁ ἀναγνώστης πλήττει, δυσανασχετεῖ, χασμᾶται, συλλαμβάνει τόν ἑαυτό του νά παραβλέπει παραγράφους ἤ ἀκόμα καί ὁλόκληρες σελίδες τοῦ βιβλίου. Δύο πράγματα εἶναι πιθανόν νά συμβαίνουν: ἤ τό βιβλίο εἶναι πράγματι κακό, ὁπότε ὁ ἀναγνώστης δικαιοῦται νά τό ἐνταφιάσει στή βιβλιοθήκη του ἀναλογιζόμενος μέ πίκρα τήν ἀστοχία τῆς ἐπιλογῆς του, ἤ ὁ ἴδιος δέν εἶναι ἀκόμα ἕτοιμος γιά τήν ἀνάγνωση τοῦ συγκεκριμένου βιβλίου. Σ’ αὐτή τή δεύτερη περίπτωση ὁ ἀναγνώστης ἐπανέρχεται μετά ἀπό μῆνες ἤ καί χρόνια καί ἀνακαλύπτει στό βιβλίο πού δέν κατόρθωσε νά διαβάσει ἕνα αὐθεντικό ἀριστούργημα. Τό δέχεται χωρίς ἔκπληξη, γιατί ὁ ἀναγνώστης ξέρει ὅτι κι αὐτός ὡριμάζει, ὅπως ἀκριβῶς καί τά βιβλία.
Ὁ ἀναγνώστης ἀγαπᾶ καί φροντίζει τά βιβλία του. Διαβάζει προσεκτικά, ἀποφεύγοντας νά διπλώσει τή ράχη τους ἤ νά τσακίσει τίς σελίδες τους καί συχνά ἀντιστέκεται στόν πειρασμό νά ὑπογραμμίσει κάποια ἀποσπάσματα πού τοῦ προκαλοῦν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Ὡστόσο, ἡ βιβλιοθήκη του δέν ἀποτελεῖ μέρος τῆς τυπικῆς ἐπίπλωσης τοῦ σπιτιοῦ. Εἶναι ἕνας ζωντανός χῶρος, ὅπου συχνά συμβαίνει νά βασιλεύει τό χάος.
Ἡ ἀνάγνωση εἶναι μιά τέχνη τῆς ἀπόλαυσης καί ὡς τέχνη ἀσκεῖται ἀπό τούς μυημένους. Αὐτοί, οἱ ἀληθινοί ἀναγνῶστες, εἶναι οἱ τελευταῖοι μιᾶς φυλῆς πού σήμερα ἀπειλεῖται μέ ἐξαφάνιση. Γιατί ποιός εἶναι πρόθυμος στίς μέρες μας νά ἐντρυφήσει στά μυστικά μιᾶς σχεδόν λησμονημένης τέχνης;
Ἀπό τή συλλογή δοκιμίων τοῦ Σωτήρη Τριβιζᾶ Τό Πνεῦμα τοῦ Λόγου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000
0 comments :
Post a Comment