Μεγάλη θλίψη για τον αιφνίδιο θάνατο του αγαπημένου Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, που «έφυγε» από κοντά μας σήμερα το πρωί, μόλις σε ηλικία 63 ετών, στο σπίτι του στον Πτελεό Βόλο.
Ο Μαχαιρίτσας γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1956 στη Νέα Ιωνία του Βόλου.
Από πολύ μικρή ηλικία ήρθε σε επαφή με την μουσική. Αργότερα θα εργαστεί χειρωνακτικά στην αποθήκη κάποιας δισκογραφικής εταιρείας, στην οποία αργότερα κατά σύμπτωση θα κυκλοφορήσει το πρώτο του άλμπουμ το 1978 με αγγλικό στίχο με τους “P.L.J. Band” με τίτλο ‘Gaspar’, ένας δίσκος extended play 45’ στροφών.
Ακολουθούν διάφορες δουλειές, ενώ μετά τη στρατιωτική του θητεία αρχίζει να τραγουδάει αντάρτικα με τον Πάνο Τζαβέλα στη «Συντροφιά». Στα 20 του χρόνια δημιουργεί με τον Παύλο Κικριλή και τον Τάκη Βασαλάκη το συγκρότημα P.L.J. Το 1983 οπότε και κυκλοφορεί ο δεύτερος δίσκος του συγκροτήματος, το τελευταίο μετονομάζεται σε «Τερμίτες», όνομα που παραπέμπει στους Beatles (σκαθάρια). Το 1989 ξεκινά η προσωπική του σταδιοδρομία ως συνθέτης και ερμηνευτής.
Επίσης, έχει συνεργαστεί επί σκηνής με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τη Χαρούλα Αλεξίου, το Δημήτρη Μητροπάνο, το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, το Νότη Μαυρουδή, την Αναστασία Μουτσάτσου, τον Κώστα Μακεδόνα κ.ά.
Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας έχει δηλώσει επανελλημένα πως είναι οπαδός της Νίκης Βόλου.
Οι απίθανες συμπτώσεις -όπως ότι γεννήθηκαν την ίδια μέρα, στην ίδια πόλη- η θολή ανάμνησης της πρώτης συνάντησης, οι παράλληλοι δρόμοι -πριν από τη σόλο καριέρα, ήδη από τους Φατμέ και τους Τερμίτες- οι αγάπες, οι επιρροές, οι «οφειλές» και η αλυσίδα από την προηγούμενη στην επόμενη γενιά.
Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και ο Νίκος Πορτοκάλογλου μιλούν στη HuffPost Greece για την αφετηρία, αλλά και τη διασταύρωση -την πρώτη τους μετά από τέσσερις δεκαετίες.
Οι εμφανίσεις τους στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο», το τραγούδι του Πορτοκάλογλου «Τι έχει μείνει απ′ τη φωτιά», που έδωσε τον τίτλο στη μουσική παράσταση τους που, όπως λένε είναι «γιορτή και απολογισμός μαζί», ένα τραγούδι που επιπλέον τους έβαλε στο στούντιο -καθώς το διασκεύασαν και το τραγουδούν μαζί- σε μία κουβέντα από την οποία περνά σαν… Φλασάκι το ελληνικό τραγούδι από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέχρι σήμερα.
-Ποιος από τους δύο θυμάται καλύτερα την ιστορία της γνωριμίας σας κάπου στη δεκαετία του ’80;
Μαχαιρ: Είχαμε δύο συγκροτήματα που πήγαιναν παράλληλα. Ο ένας ήξερε τι κάνει ο άλλος, λίγο πολύ. Πρώτη φορά που είδα τον Νίκο, ήταν σε μία συναυλία αντιπυρηνική στα Βοτσαλάκια. Ένα τεράστιο stage, χιλιάδες κόσμος και παίζανε διάφορα συγκροτήματα. Παίξαμε εμείς και μετά από εμάς θα παίζανε οι Φατμέ. Κατεβαίνοντας βλέπω τον Νίκο και μου λέει, τι έγινε και λέω κι εγώ, τι έγινε, καλά; Μέχρι τότε δεν είχαμε ιδωθεί ποτέ. Τη θυμάσαι αυτή τη συναυλία;
Πορτο: Τη θυμάμαι.
Μαχαιρ: Ήταν τότε μία εκπομπή στην ΕΡΤ, οι «Συχνότητες», την έκανε ο Πετρόπουλος που έχει το Gazarte, ο οποίος και κινηματογραφούσε τη συναυλία. Έδειξε μετά αποσπάσματα από εμάς, τους Φατμέ και λοιπά… Και αργότερα είχαμε συναντηθεί σε συναυλίες του χειμώνα, όταν πηγαίναμε όλοι να δούμε ο ένας τα συγκροτήματα του άλλου –ήταν με ελεύθερη είσοδο στο «Αμόρε», θυμάσαι;
Πορτο: Βέβαια.
Μαχαιρ: Ήταν οι εποχές που μόλις είχε αρχίσει και φούντωνε αυτή η σκηνή.
-Η δισκογραφία ήταν ακόμη ζωντανή και τα δύο συγκροτήματα στην πρώτη γραμμή -και στην ίδια δισκογραφική;
Πορτο: Όχι. Κατ’ αρχάς για να ξεκαθαρίσουμε αυτό που λες για την πρώτη γραμμή. Τα πρώτα χρόνια που ξεκινήσαμε βγάζαμε και οι δύο το φίδι από την τρύπα. Ήταν μία εποχή που οι εταιρείες θεωρούσαν τα συγκροτήματα εντελώς αντιεμπορικά -το είδος που παίζαμε το θεωρούσαν αντιεμπορικό. Ο Τάσος Φαληρέας άκουσε τα πρώτα τραγούδια και είπε, ελάτε εδώ, θέλω να σας βάλω στο στούντιο -οι εταιρείες είχαν όλες αδιαφορήσει. Τους είχαμε πάει demo και δεν ενδιαφερόταν κανείς.
Μαχαιρ: Κοίτα, έγιναν δύο τρία πράγματα που πούλησαν πολύ. Πούλησε ο πρώτος δίσκος του Βασίλη (Παπακωνσταντίνου) -όχι το «Κι αν είμαι ροκ», το «Φοβάμαι». Πούλησε πολύ…
-Ο Βασίλης δεν ήταν γκρουπ.
Μαχαιρ: Δεν έχει σημασία, ο Βασίλης ήταν σ′ αυτή η σκηνή.
Αυτό το τραγούδι έχει δυο τρεις στίχους που είναι σημαδιακοί… Τι έχει μείνει απ’ τη φωτιά, που ‘ναι οι φίλοι οι παλιοί, που χάθηκες κι εσύ, ξύπνα τους είναι αργά, βάλε φωτιά, φωτιά μεγάλη κι όλοι θα ’ρθουν ξανά
Πορτο: Υπήρχε όμως καχυποψία και απέχθεια των εταιρειών απέναντι στα γκρουπ. Τα θεωρούσαν ντεμοντέ, γιατί είχε προϋπάρξει αρχές 70s, μια χρυσή εποχή των γκρουπ, με Poll, Πελόμα Μποκιού, Socrates κλπ….
Μαχαιρ: Που είχαν και μεγάλη επιτυχία…
Πορτο: Μεγάλη…. Αυτό έσβησε στα μέσα της δεκαετίας και στη μεταπολίτευση κυριάρχησε το πολιτικό τραγούδι και το λεγόμενο έντεχνο. Τα γκρουπ που σκάσαμε μύτη τότε, αρχές της δεκαετίας του ’80, οι εταιρείες τα έβλεπαν με ύφος, τι δουλειά έχουν αυτοί εδώ τώρα, από που ξεφυτρώσανε; Θέλω να πω ότι τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Σκάβαμε ένα μονοπάτι καινούργιο.
Μαχαιρ: Κοίτα, ειδικά οι Φατμέ βγήκαν σε πολύ κόσμο, η Columbia είχε κάνει τότε κάποια καλά ανοίγματα.
Πορτο: Ναι, αλλά όχι απ’ την αρχή.
Μαχαιρ: Ξέρεις, πουλούσε ένας δίσκος και έπαιρνε η μπάλα όλους. Οι Κατσιμίχα με τα «Ζεστά Ποτά» -μιλάμε για δίσκο ο οποίος είναι συγκυριακός. Μετά από λίγο τα παιδιά (οι Φατμέ) έβγαλαν το «Τούνελ».
-Που έκανε θραύση.
Μαχαιρ: Δεν μπορώ να πω ότι εμείς κάναμε τέτοιες πωλήσεις, το μπαμ έγινε όταν κάναμε τη Σκόνη με τον Νταλάρα. Μέχρι τότε, ήταν πολύ underground συγκρότημα.
-Δεν νομίζω ότι οι Τερμίτες ήταν τόσο underground.
Μαχαιρ: Ήτανε. Ούτε γνωριμίες είχαμε πολλές στα κυκλώματα και στα περιοδικά. Ήμουν παιδί της Πλάκας -στην Πλάκα μεγάλωσα, στον Βόλο γεννήθηκα αλλά στην Πλάκα μεγάλωσα- και θυμάμαι καλά τη σκηνή των συγκροτημάτων. Δύσκολη. Θυμάμαι τους Αγάπανθος, τους Vavoura Band, το Σύνδρομο, μ’ αυτούς πρωτοξεκίνησα και μ’ αυτούς έπαιξα πρώτη φορά σε μία συναυλία στον Λυκαβηττό. Αλλά εμείς γράψαμε για πρώτη φορά με ελληνικό στίχο διαφορετικό και ήταν κάτι άλλο. Όμως εμπορικά, αν δεν ήταν η Σκόνη με τον Νταλάρα, δεν ξέρω…
-Δηλαδή, οι εταιρείες ήταν κλειστές για τα γκρουπ. Από τη μία ήταν το λαϊκό…
Πορτο: … Που ήταν κυρίαρχο. Ακόμα ήταν στις δόξες του το καλό λαϊκό, ήταν η συνέχεια του Τσιτσάνη και του Άκη Πάνου, ήταν ο Νικολόπουλος, ο Μουσαφίρης, ο Σούκας…
-Που έγραφαν για Στράτο Διονυσίου, Μητροπάνο…
Πορτο: Υπήρχε μία αναβίωση στη γενιά μας -ήμασταν εικοσάρηδες τότε- στις ρεμπέτικες κομπανίες, ήταν ένα ρεύμα, από όπου βγήκε και η Ελευθερία (Αρβανιτάκη) και ήταν και τα ροκ συγκροτήματα, αλλά ήταν underground ιστορία αυτή… κάτι κλαμπάκια στη Πλάκα… Εμείς παίζαμε στη «Σοφίτα» που ήταν όσο το σαλόνι που καθόμαστε… Και μάλιστα, την επομένη χρονιά μετά τη «Σοφίτα» ετοιμαζόμαστε να παίξουμε Φατμέ – Βαγγέλης Γερμανός στη «Λήδρα». Κι ήταν η χρονιά που έκλεισε τα μαγαζιά της Πλάκας ο Τρίτσης. Νομίζω το 1983… Κι ενώ είμαστε πάρα πολύ ευτυχισμένοι που θα παίζαμε με τον Γερμανό έκλεισε το μαγαζί. Κι έμειναν μόνο το «Κύτταρο» -που προϋπήρχε- και το «Rodeo». Εκεί βρήκαμε στέγη, στο «Rodeo».
Τα ροκ συγκροτήματα ήταν underground ιστορία… κάτι κλαμπάκια στη Πλάκα… Εμείς παίζαμε στη «Σοφίτα» που ήταν όσο το σαλόνι που καθόμαστε…
Μαχαιρ: Εγώ στο «Rodeo» ξεκίνησα. Στο «Κύτταρο» παίξαμε πρώτη φορά το «Armageddon» -μία φορά- και μετά στο «Rodeo» με τον Παύλο Σιδηρόπουλο.
Πορτο: Πάλι καλά που υπήρχε το «Rodeo» και βρήκαμε στέγη. Άστεγοι ήμασταν.
-Και πότε οι δισκογραφικές ανοίγουν τις πόρτες; Έχετε live επιτυχημένα -περισσότερο νομίζω τότε οι Φατμέ ή κάνω λάθος;
Πορτο: Ήμασταν πιο live συγκρότημα εμείς. Αυτοί εδώ ήταν μυστήριοι, δεν παίζανε πολύ live, κάνανε δίσκους. Εμείς ήμασταν στον δρόμο, τρέχαμε…
Μαχαιρ: Δεν πολυπαίζαμε… Δεν ξέρω, τα σκεφτόμουν περίεργα τα πράγματα, ήθελα να είναι κάπως, αν δεν ήταν όπως τα θελα, δεν γινότανε…
Πορτο: Μια που λέμε για παράλληλους δρόμους, λέμε ότι ξεκινήσαμε ίδια εποχή και τα λοιπά, δεν έχουμε πει ότι γεννηθήκαμε και οι δύο την ίδια χρονιά και οι δύο στον Βόλο.
Μαχαιρ: Αυτό πως το βλέπεις τώρα;
-Και δεν συναντηθήκατε ούτε σε σχολείο, ούτε σε γειτονιές;
Μαχαιρ: Όχι. Δεν μείναμε κιόλας στον Βόλο. Εγώ μεγάλωσα στην Πλάκα.
Πορτο: … Εγώ Νέα Σμύρνη.
-Παραμένει πάντως εντυπωσιακό ότι επί τέσσερις δεκαετίες, δύο μεγάλα ονόματα, δεν είχαν παίξει μαζί.
Μαχαιρ: Ανά περιόδους υπήρχε κι ένα ψιλοβόλεμα με κάτι και δεν θέλαμε να το αλλάξουμε, δεν έβγαινε… Ένα φεγγάρι ο Νίκος έπαιζε με την Αφροδίτη (Μάνου), θέλεις να παίξουμε; -έχω κλείσει με την Αφροδίτη, μου λέει- μετά ήρθε εκείνος, θέλεις να παίξουμε; -είχα κλείσει με τον Τσακνή, όταν έπαιζα με τον Τσακνή δεν έπαιζα και με κανέναν άλλον….
Πορτο: … Simon & Garfunkel.
Μαχαιρ: Κάποια στιγμή νομίζανε ότι είμαστε ένας άνθρωπος. Δέκα χρόνια…
Πορτο: Ρεκόρ…
Μαχαιρ: Θα έρθει ο Τσακνής στις παραστάσεις μας, αυτό έχει ένα ενδιαφέρον, πραγματικά… Άλλη μια φορά μου είπε ο Νίκος να παίξουμε μαζί, είχα κλείσει με τον Μητροπάνο. Κι ενώ παίξαμε τη μία χρονιά στην Αθήνα κλείσαμε την επομένη στη Θεσσαλονίκη. Ολόκληρη σεζόν στη Θεσσαλονίκη, δεν ξανάγινε. Μετά πήγα με τη Χαρούλα -μονίμως ήμασταν με κάποιον, ο Νίκος με τον Σαββόπουλο και με τον Μαργαρίτη. Όσες φορές είχαμε πει να παίξουμε μαζί, όταν κάναμε το τηλεφώνημα…
Πορτο: … Ήταν αργά.
Μαχαιρ: Γι’ αυτό φέτος το κουβεντιάσαμε από πολύ νωρίς.
-Ποιος σήκωσε πρώτος το τηλέφωνο;
Πορτο: Αυτή τη φορά εγώ τον πήρα.
Μαχαιρ: Ναι, αυτή τη φορά ο Νίκος… Όχι! Του είχα πει εγώ πέρυσι! (γέλια)
Πορτο: Ναι, αλλά εγώ σου είχα πει πριν δύο χρόνια…
Μαχαιρ: Του είχα πει να ξεκινήσουμε αλλιώς. Να ξεκινήσουμε συναυλίες το καλοκαίρι -το είχαμε κάνει μια φορά με τον Κότσιρα και ήταν επιτυχημένο- πρώτα συναυλίες και μετά μαγαζί. Και μου λέει, έχω κάνει μία μπάντα, δεν μπορώ να τους αφήσω τους ανθρώπους. Είχαν κλείσει ήδη οι συναυλίες, με ένα συγκεκριμένο budget, δεν γινόταν…
«Τι έχει μείνει απ′ τη φωτιά» Ακούστε το τραγούδι ΕΔΩ
-Μπήκατε παρέα στο στούντιο με ένα αγαπημένο τραγούδι του Νίκου, το «Τι έχει μείνει απ’ τη φωτιά». Γιατί αυτό το τραγούδι;
Πορτο: Ήταν ιδέα του Λαυρέντη.
Μαχαιρ: Κατ’ αρχήν αυτόν τον δίσκο του Νίκου τον θεωρώ από τους καλύτερους που έχουν βγει γενικά–είναι αυτά τα συγκυριακά, όπως λέγαμε πριν για τα «Ζεστά Ποτά»- καθένας χρωστάει κι έναν δίσκο, ρε παιδί μου. Καθένας έχει ένα πικ, όχι εμπορικά.
Αυτό το τραγούδι έχει δυο τρεις στίχους που είναι σημαδιακοί. Όταν λέει, τι έχει μείνει απ’ τη φωτιά, που ‘ναι οι φίλοι οι παλιοί, που χάθηκες κι εσύ, ξύπνα τους είναι αργά, βάλε φωτιά, φωτιά μεγάλη κι όλοι θα ’ρθουν ξανά, είναι ένα πράγμα εν δυνάμει, που βράζει –αυτό δεν θέλουμε να κάνουμε; Αυτό φιλοδοξούσαμε να κάνουμε. Το’ χουμε σε τραγούδι. Μπροστά μας. Δεν σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε να βγάλουμε άλλον τίτλο.
Η παράσταση είναι χρωματιστή, πολύχρωμη. Γιατί έχουμε ενώσει τις δύο μπάντες μας
Πορτο: Ο Λαυρέντης έριξε την ιδέα πάμε να κάνουμε κάτι που μετά από τόσα χρόνια -τόσες δεκαετίες, όχι χρόνια- που δεν είχαμε συναντηθεί, θα είναι και ένας απολογισμός του δρόμου που έχουμε διανύσει μέχρι εδώ. Ένας απολογισμός και ταυτόχρονα γιορτή.
Μαχαιρ: Με τους ανθρώπους που μας έχουν επηρεάσει, που επηρεάσαμε εμείς….
Πορτο: Και η ιδέα που προέκυψε μετά, ήταν πάμε να ξαναγράψουμε το τραγούδι. Σήμερα. Να το πούμε οι δυό μας. Και να το διασκευάσουμε. Να του δώσουμε έναν νέο ήχο, που είναι κοντά στον ήχο που φανταζόμασταν για όλη την παράσταση. Έναν ακουστικό – ηλεκτρικό ήχο με πολλά ηχοχρώματα. Η παράσταση είναι ακόμη πιο χρωματιστή, πολύχρωμη. Γιατί έχουμε ενώσει τις δύο μπάντες μας.
Μαχαιρ: Πολλά ακουστικά όργανα, βιολιά, μαντολίνα, γκάιντες…. Εμένα μου πάει. Μου αρέσουν πολύ αυτά τα μεσογειακά και μου πάει, του Νίκου του αρέσει το λίγο πιο ανατολίτικο κάποιες στιγμές κι όλο αυτό δένει πολύ όμορφα.
-Νίκο, πειράζεις ένα τραγούδι στο οποίο δεν χρειάζεται να πειράξεις τίποτα. Που αγάπησε το κοινό στην πρώτη εκτέλεση του.
Πορτο: Μου αρέσει πολύ να το ανατρέπω.
Μαχαιρ: Είμαστε τελείως διαφορετικοί σ’ αυτό. Για μένα, τα τραγούδια είναι αυτό, όπως βγήκαν.
Πορτο: Εμένα μου αρέσει και κατ’ αρχάς το κάνω συνέχεια στα live. Θέλω να δω αλλιώς τα παλιά τραγούδια. Ένα πολύ ηλεκτρικό τραγούδι να το παίξω ξαφνικά με μία ακουστική κιθάρα. Ή το αντίστροφο πολλές φορές. Ή να αλλάξω ρυθμό. Όταν έκανα το 1996 τον «Άσωτο υιό», έναν δίσκο με επανεκτελέσεις, που ήταν λίγο πάλι σ’ αυτό το πνεύμα, δηλαδή, ένας απολογισμός του τι είχα κάνει μέχρι τότε μέσα από συναντήσεις με συναδέλφους που αγαπούσα. Κι έκανα ένα τραγούδι με τον καθένα. Ας πούμε, ένα τραγούδι ρέγκε από την εποχή των Φατμέ το «Πότε θα σε βαρεθώ» φώναξα την Ελένη Τσαλιγοπούλου και το κάναμε χασάπικο. Το «Να με προσέχεις» το είπε ο Σαββόπουλος με ένα πιάνο. Με γοητεύει αυτό, το να φωτίζεις από άλλη γωνία τα τραγούδια. Να τα ξανανακαλύπτεις εσύ –εγώ, δηλαδή. Ίσως βαριέμαι εύκολα. Μπορεί να είναι αυτό.
-Τι έχει μείνει απ’ τη φωτιά μιλώντας για τη γενιά σας, μια γενιά που έχει αποδομηθεί πλήρως; Και δεν εννοώ, στη μουσική.
Πορτο: Και για ποιά γενιά μπορείς να πεις ότι…;
-… Ότι δεν αποδομήθηκε από την επόμενη;
Πορτο: Ε, ναι. Απλώς σε κάθε γενιά υπάρχουν τα φωτεινά παραδείγματα και τα σκοτεινά.
Μαχαιρ: Δεν έχουν όλες οι γενιές τις ίδιες ευθύνες. Γιατί δεν έχουν όλες οι γενιές τα ίδια αποτελέσματα. Εκ του αποτελέσματος προκύπτουν οι ευθύνες… Αν καθίσει κανείς και σκεφτεί τι έχει μείνει… Όλα αυτά που σκεπτόμασταν, η Αριστερά, η μη Αριστερά, ο Μάης του 68, η Ευρώπη, όλα καταλήξανε στο τέλος, στις δέκα αγορές που εξουσιάζουν τον κόσμο; Άμα το ψάξουμε έτσι καήκαμε….
…. Τι έχει μείνει απ′ τη φωτιά; Η φωτιά σιγοκαίει μονίμως με μία ελπίδα μέσα μας για κάτι. Αυτό θέλουμε να βρούμε και στα τραγούδια μας και στις παρέες μας. Να μαζευτούμε όλοι να δούμε τι θα κάνουμε. Οι παλιές, οι μεγάλες παρέες ήταν καταστροφικές.
-Λέγοντας καταστροφικές;
Μαχαιρ: Παρέα ήταν και ο Χατζιδάκις με τον Γκάτσο. Αυτή ήταν ωραία παρέα. Αλλά και τα ιερατεία της πολιτικής -διεθνώς- μια παρέα ήταν.
Τι έχει μείνει απ′ τη φωτιά;… Η φωτιά σιγοκαίει μονίμως με μία ελπίδα μέσα μας για κάτι
Πορτο: Για μένα η φωτιά είναι και κάτι που μεταλλάσσεται μέσα στα χρόνια. Κάτι που φαινόταν επαναστατικό το 1970 μπορεί σήμερα να είναι αντιδραστικό. Κάτι που ήταν επαναστατικό το 1940, αποδείχτηκε μετά διαφορετικό. Για παράδειγμα, η πίστη ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν ο παράδεισος στην πορεία κατέρρευσε. Και το τι είναι σήμερα προοδευτικό, τι μας πάει μπροστά και τι μας πάει πίσω, είναι μία τεράστια κουβέντα.
Μαχαιρ: Πρέπει να το βρούμε μέσα μας… Είδες τι κουβέντα σηκώνει το τι έχει μείνει απ′ τη φωτιά;
-Καθένας θα απαντήσει με τον δικό του τρόπο.
Πορτο: Αυτό που συμβαίνει και με τα τραγούδια -μάλλον, με τα καλά τραγούδια.
Μαχαιρ: Αλλά δεν σημαίνει ότι καλά τραγούδια είναι μόνο τα «κοινωνικό-»… Δηλαδή, το «Σ′ ακολουθώ», το «Να με προσέχεις» είναι πιο πολιτικοποιημένα από τα πολιτικοποιημένα.
Πορτο: Είναι πιο ανθεκτικά.
Μαχαιρ: Όταν ένα τραγούδι, μία παράσταση, ανεβάζει το επίπεδο, έστω και τόσο, είναι πιο πολιτικοποιημένα ακόμη και από την οποιαδήποτε πολιτική πρόταση.
Πορτο: Όπως «Ο Μεγάλος Ερωτικός» που βγήκε μέσα στη χούντα και κατηγορούσαν τότε τον Χατζιδάκι ότι δεν ήταν πολιτικοποιημένος.
-Απολογισμός και γιορτή είναι λίγο κόντρα. Ο απολογισμός έχει έναν στοχασμό, άρα μια μοναξιά. Η γιορτή είναι παρέα.
Πορτο: Έτσι βγαίνουν τα ωραία πράγματα, από την κόντρα. Από τις αντιθέσεις. Ο απολογισμός μόνος του, μπορεί να σε ρίξει στην κατάθλιψη -να είσαι ένας τύπος που βουλιάζει στο παρελθόν του, νοσταλγεί, αναπολεί κλπ. Η γιορτή από μόνη της μπορεί και να έχει και μια σαχλαμάρα. Άντε ν′ ανεβείτε στα τραπέζια να χορέψουμε -όχι ότι είναι κακό αυτό. Θέλω να πω, αυτό το δίπολο, και η ματιά στο παρελθόν, οι καλεσμένοι μας, οι άνθρωποι που αγαπάμε και μας επηρέασαν -τουλάχιστον στην πρώτη φάση ξεκινάμε με καλεσμένους που είναι παλαιότεροι από μας ή, λίγο παλαιότεροι τέλος πάντων- που μας έδωσαν έμπνευση και επιρροή για να συνεχίσουμε, έχει ενδιαφέρον.
-Τον πρώτο μήνα, Αφροδίτη Μάνου, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Βαγγέλης Γερμανός.
Μαχαιρ: Μετά είναι Πουλικάκος, Τσακνής -ξεχνάω…- ο Τουρνάς, η Δήμητρα Παπίου, με την οποία κάνουμε δίσκο…
Πορτο: Η ιδέα βέβαια, είναι να φτάσουμε και στους επόμενους.
Μαχαιρ: Τα παιδιά που παίξανε με τον Νίκο – η Μπάμπαλη, ο Δρογώσης, τα Κίτρινα Ποδήλατα.
-Που αναδείχτηκαν παίζοντας μαζί του.
Πορτο: Όπως οι παλαιότεροι ήταν για μας γέφυρες, τώρα κι εμείς παίζουμε τον ίδιο ρόλο για τους νεότερους.
-Ποιος έγινε για σας «γέφυρα»;
Πορτο: Τα πρώτα μου τραγούδια τα πήγα στον Σαββόπουλο. Στον άνθρωπο που θαύμαζα περισσότερο. Ήταν για μένα φυσικό να πάω εκεί τα πρώτα τραγούδια για ν′ ακούσω μια γνώμη. Η πρώτη συνεργασία που κάναμε με τους Φατμέ ήταν η Χαρούλα. Και παίξαμε και μαζί μετά -και μαζί με την Αφροδίτη. Στη συνέχεια, όταν διαλύθηκαν οι Φατμέ συνεργάστηκα με τον Μητροπάνο. Δηλαδή, στα πρώτα χρόνια που ήμουν πιτσιρικάς, οι συνεργασίες ήταν με παλαιότερους. Όσο μεγάλωνα άρχισα να συνεργάζομαι με νεότερους. Με τους επόμενους. Μια αλυσίδα είμαστε.
Μαχαιρ: Δισκογραφικά οφείλω ίσως το 90% της μετέπειτα ύπαρξης μου στον Νταλάρα, γιατί κάναμε το «Διδυμότειχο Blues». Θα πεις, δεν θα γινόταν επιτυχία; Κανείς δεν ξέρει… Αυτό δεν ήταν επιτυχία, ήταν ένα καταιγιστικό πράγμα που μου άλλαξε τη ζωή εντελώς.
Πορτο: Αλλά και πιο πριν ο Νταλάρας έπαιξε ρόλο…
Μαχαιρ: … Και στη Σκόνη με τους Τερμίτες, αλλά τελειώσανε οι Τερμίτες, τελείωσε κι αυτό κάπου εκεί. Μπήκε σε ένα ράφι, ήταν τι ωραία, ο νεκρός δεδικαίωται, εντάξει. Και ξαφνικά προκύπτει αυτό. Αν δεν προέκυπτε, δεν ξέρω τι θα γινόταν.
Θυμάμαι μετά με παίρνει ο Τσακνής. μου λέει, έχω δυο τρία τραγουδάκια -τις Ρωγμές,Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον, τραγούδια που έγραψαν ιστορία- και βρεθήκαμε να παίζουμε στο «Καφεθέατρο» της Κοδριγκτώνος -πέντε μέρες την εβδομάδα- και ο κόσμος ήταν ουρά. Στον Νταλάρα οφείλω κάποια πράγματα, αλλά οφείλω και σε ανθρώπους οι οποίοι με επηρέασαν. Όπως ο Βαγγέλης Γερμανός. Με τον Γερμανό συνειδητοποίησα ότι μπορώ να κάνω άλλα τραγούδια, μπαλάντες -μέχρι τότε γράφαμε αγγλικό στίχο… Θα θελα να μουν κηπουρός σ′ έναν κοραλλένιο κήπο στον βυθό... Μα τι όμορφο, τι λεπτό πραγματάκι! Όταν το άκουσα είπα, εδώ είμαστε…
Θα ήταν ωραίο να κάνουμε έναν δίσκο δημιουργικά οι δυό μας απ’ την αρχή
Πόρτο: Νομίζω ότι σήμερα υπάρχει μια τρομερή αμηχανία στο τι θα πούμε. Και υπάρχει μία μανία, όχι μόνο στη μουσική, γενικότερα, και στα εικαστικά και στο σινεμά, να πούμε κάτι παράξενο, κάτι αλλόκοτο, κάτι που είναι έξω από την κανονική ζωή μας. Μία δυσκολία να αφηγηθούμε αυτό που μας συμβαίνει. Αυτό για τη δεκαετία του ’80, που είπες για τον Γερμανό, ήταν έναν κλικ. Μετά από τις συναυλίες τις μεταπολιτευτικές στα γήπεδα, που τραγουδούσαμε αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας και καλώς έγινε, γιατί ήταν η μεταπολίτευση, η απελευθέρωση, έσπασε μετά, στη δεκαετία του ‘80, μ’ αυτή τη φουρνιά που βγήκε να πει την ιστορία της με άλλα λόγια. Να πει για το μπαράκι που πήγε το βράδυ, για τη σχέση με το κορίτσι του, για τους φίλους του… Τώρα υπάρχει μια κόμπλα σ′ αυτό το σημείο. Σα να σνομπάρουμε, σα να περιφρονούμε την κανονική ζωή μας. Ότι δεν είναι άξια λόγου. Ότι πρέπει να κάνουμε κάτι μεγαλεπήβολο, πρωτοποριακό, αλλόκοτο, παράξενο, σκοτεινό, ακόμη και νοσηρό…
Μαχαιρ: … Για να προσέξει ο άλλος. Πώς θα σε προσέξει;
-Ποιό τραγούδι του άλλου αγαπάτε περισσότερο;
Μαχαιρ: Εμένα, το Τι έχει μείνει απ′ τη φωτιά. Φάνηκε.
Πορτο: Από όλα τα τραγούδια του Λαυρέντη;
-Φαντάζομαι έχεις πέντε αγαπημένα.
Πορτο: Έχω πολλά και λέω και πολλά στο πρόγραμμα. Αλλά ένα που με συγκινεί και μου βγάζει κάτι εφηβικό είναι το Φλασάκι. Παρ′ όλο που αγαπάω άλλα τραγούδια του που είναι πιο σπουδαία, όπως ο Νότος που το λέμε μαζί, το Φλασάκι μου βγάζει πάντα ένα χαμόγελο. Σα μια βόλτα με φίλους στην παραλιακή λεωφόρο όταν είσαι είκοσι χρονών. Είναι κάπως αδελφάκι με το Καλοκαιράκι, ας πούμε.
Μαχαιρ: Σ′ αρέσει το υποκοριστικό του θέματος, έτσι; (γέλια)
Πορτο: Μάλλον αυτό παίζει.
-Είναι το προοίμιο μίας δισκογραφικής συνεργασίας το «Τι έχει μείνει απ′ τη φωτιά»;
Μαχαιρ: Το σκεφτόμαστε. Θα ’ταν ωραία ιδέα.
Πορτο: … Μπορεί να είναι αυτό, ο σπόρος.
Μαχαιρ: Θα ήταν ωραίο να κάνουμε έναν δίσκο δημιουργικά οι δυό μας απ′ την αρχή.
Πορτο: Αυτό που θα είχε πλάκα θα ήταν να γράψουμε μαζί.
-Είστε σε γόνιμη ή σε άγονη, κλειστή περίοδο;
Πορτο: Όντως περνάω φάσεις, που μπορεί να είναι και ένα και δύο χρόνια που δεν γράφω τίποτα και μετά παθαίνω ένα ντελίριο που μπορεί σε έναν μήνα να γράψω τριάντα τραγούδια. Τώρα αισθάνομαι ότι βγαίνω από μια τέτοια φάση, σιωπής. Αισθάνομαι ότι άμα μπει σε μια ροή αυτό που κάνουμε, θα ησυχάσω, θα απελευθερωθώ και θα αρχίσω να γράφω.
Μαχαιρ: Εμένα κάτι πρέπει να με κινητοποιεί, να με τσιγκλάει και αυτή την περίοδο έχω ερεθίσματα πολλά. Και ετοιμάζω πράγματα…
0 comments :
Post a Comment