Σε ηλικία 70 ετών έφυγε απρόσμενα από τη ζωή, πριν λίγη ώρα από ανακοπή, ο Θεσσαλονικιός μουσικοσυνθέτης Γιώργος Ζήκας, που έγραψε τη δική του ιστορία με μοναδικά τραγούδια και σπουδαίες συνεργασίες. Ο Γιώργος Ζήκας έπαθε έμφραγμα πηγαίνοντας στο στούντιο του 958 για να δώσει συνέντευξη.
Ο Γιώργος Ζήκας γεννήθηκε στις 16 Μαΐου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Σταμάτησε το σχολείο στην Γ’ Γυμνασίου και σε ηλικία 16 ετών έγινε σχεδιαστής μόδας. Μετά τον στρατό άρχισε να φτιάχνει κοσμήματα. Με όχημα το κόσμημα πήγε στο Παρίσι όπου εκεί ξανασυναντήθηκε με τη μόδα δουλεύοντας κυρίως στις Κυκλάδες με παραγωγή κοσμημάτων.
Στη συνέχεια άνοιξε μπαρ στη Θεσσαλονίκη και σε νησιά.
Γύρω στα 30 έπεσε στα χέρια του τυχαία ένα μπουζούκι και άρχισε να σκαρώνει με αυτό τραγούδια. Εμφανίστηκε στη μουσική σκηνή το 1985. Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν ο άνθρωπος που τον «έσπρωξε» στη δισκογραφία όταν άκουσε μια κασέτα του στο κατάστημα της Λύρα στην οδό Τσιμισκή και τον παρότρυνε να κυκλοφορήσει τα κομμάτια. Ο Γιώργος Ζήκας πρωτοπαρουσίασε τα τραγούδια του στη Θεσσαλονίκη στην «Όμορφη Νύχτα», το καλλιτεχνικό δημιουργικό στέκι που υπήρχε στην Παπάφη.
Πρώτη του εμφάνιση στη δισκογραφία ο δίσκος ”Με τα φεγγάρια χάνομαι” όπου έκανε την πρώτη της δισκογραφική εμφάνιση και η Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ακολούθησε σε συνεργασία με τον Γιώργο Πετζίκη που ανέλαβε την παραγωγή το ”Σώπα και άκουσε”. Είναι η εποχή που η Ελένη Τσαλιγοπούλου έχει έρθει από τη Νάουσα και ψάχνεται μουσικά και έτσι προκύπτει η συνεργασία. Ο Ζήκας αγαπούσε πολύ τη φωνή της. Ακολουθεί η συνεργασία με τη Μαριώ σε πιο λαϊκά τραγούδια που περιλαμβάνονται στο ”Σβήστα όλα” και μια συνεργασία με το Γιώργο Νταλάρα. Ο Σταμάτης Κραουνάκης του προτείνει να συνεργαστεί με τον Κώστα Μακεδόνα και προκύπτει το ”Γουστάρω”.
Από τις σπουδαίες του συνεργασίες με το Δημήτρη Ζερβουδάκη στο ”Μια ζωή στην ίδια τάξη”, με τη Σοφία Παπάζογλου στο ”Πάμε Νότια”, με την Κατερίνα Κούκα στην ”Ανατροπή” και στην ”Κουρσάρα” που τραγούδησαν από κοινού με τη Γλυκερία. Αλλά και τον Σταύρο Λογαρίδη – ”Από βαρύ ζεϊμπέκικο μέχρι σκληρό ροκάκι” Έκανε σπάνια εμφανίσεις τα τελευταία χρόνια σε σκηνές της Θεσσαλονίκης, με ξεχωριστή την παρουσία του στη Βεντέτα, μαζί και με τους Kadinelia, το κιθαριστικό ντουέτο που έχει δημιουργήσει ο γιος του, Θανάσης Ζήκας μαζί με την Εύη Σεϊτανίδου, αλλά και άλλους καλλιτέχνες της πόλης.
Η σχέση του με την Αθήνα ήταν πάντα σχέση επισκέπτη. Αυτοδίδακτος μουσικός, εργάστηκε από τα 14 του σε διάφορες δουλειές και ήταν από τους ελάχιστους συνθέτες που τραγουδούσε ο ίδιος τα τραγούδια του. Ο επίσης γιος του, Οδυσσέας Ζήκας, ασχολείται με την τέχνη του θεάτρου.
Εδώ και αιώνες, οι άνθρωποι θεωρούσαν τον μανδραγόρα ως ένα μαγικό φυτό και του απέδιδαν υπερφυσικές δυνάμεις. Το χρησιμοποιούσαν συχνά, για να παρασκευάσουν κάθε λογής μαγικά φίλτρα, όπως επιβολής, ευτυχίας, δυστυχίας, πόνου ή έρωτα.
Η επικρατέστερη άποψη για τον μανδραγόρα, από την αρχαιότητα έως και σήμερα ακόμη, ήταν ότι εκείνος που θα αποφάσιζε να κοιμηθεί κοντά σε ρίζα μανδραγόρα, θα έβλεπε τόσο γλυκά όνειρα ερωτικών απολαύσεων, ώστε θα προτιμούσε να μην ξυπνήσει ποτέ.Γι’ αυτό, άλλωστε, είχε καθιερωθεί και η φράση “κοιμάται υπό μανδραγόραν”, για να χαρακτηρίσει εκείνους που διατελούσαν υπό τη γοητεία κάποιου ονείρου της ζωής και αρνούνταν να ατενίσουν τη στυγνή πραγματικότητα. Όμως, υπάρχουν κι ένα σωρό άλλοι θρύλοι, που σχετίζονταν με τις υπερφυσικές ιδιότητες του περίφημου και πολυθρύλητου αυτού φυτού.
Επί της ουσίας, ο μανδραγόρας είναι ένα μικρό φυτό, του οποίου ο κορμός έχει, κατά παράδοξο τρόπο, μια καταπληκτική ομοιότητα με το σχήμα του ανθρώπινου σώματος, δίνοντας αφορμή να γεννηθεί μια περίεργη δοξασία, η οποία αναφερόταν εντόνως στα χρονικά του Μεσαίωνα.
Σύμφωνα με τη δοξασία αυτή, ο άνθρωπος ανέκυψε από τη γη ως μια γιγαντιαία ρίζα φυτού. Οι πρώτοι άνθρωποι, λοιπόν, ήταν πελώριοι μανδραγόρες, ανακύψαντες μέσα από τη φλεγόμενη λάβα της Γένεσης και ανήκοντες στη φύση των φυτών, λόγω της ακινησίας τους και στη φύση του ανθρώπου, λόγω της νόησής τους.
Οι μανδραγόρες αυτοί, χάρη σε κάποια άγνωστη υπερφυσική τους δύναμη, κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τα δεσμά της ακινησίας του εδάφους και να εξελιχθούν στο σημερινό ανθρώπινο γένος. Όσοι απέμειναν στη γη, σμικρύνθηκαν βαθμηδόν, αλλά διατήρησαν ανέπαφη την υπερφυσική τους δύναμη, που τους προσέδιδε τόσες μαγικές ιδιότητες.
Αλλά και οι εβραϊκοί θρύλοι ασχολούνταν ιδιαιτέρως με τον μανδραγόρα. Κατά τις παραδόσεις των Ραβίνων, ο μανδραγόρας φύτρωσε στον επίγειο Παράδεισο. Είχε μορφή λιγότερο εξελιγμένη από εκείνη του Αδάμ και της Εύας και τοποθετήθηκε ως φύλακας πλάι στις ρίζες του δέντρου του Καλού και του Κακού, για να εμποδίζει τη μητέρα του ανθρώπινου γένους να ακούει τη φωνή του σκανδαλοποιού όφεως.
Σημειωτέον ότι το φυτό αυτό είναι ένα εξαιρετικό αντίδοτο στα δήγματα όφεων και οπωσδήποτε ο θρύλος, που τον συνοδεύει, έχει κάποια σχέση με την πραγματική του ιδιότητα.
Εξάλλου, έως και η Βίβλος αναφερόταν στο μαγικό αυτό φυτό. Η Ραχήλ, σύζυγος του Ιακώβ, στείρα από πολλών ετών, ζητούσε να της φέρουν μανδραγόρα, για να καταφέρει να τεκνοποιήσει. Επίσης, στο Άσμα των Ασμάτων, η σύζυγος, που στηριζόταν στους βραχίονες του αγαπημένου της, αναζητούσε μέσα στον μαγικό κήπο τους μανδραγόρες, των οποίων η μεθυστική οσμή θα αναζωογονούσε τον έρωτά του.
Οι ελληνικοί μύθοι ευωδίαζαν κι εκείνοι από τη σαγηνευτική μυρωδιά του. Ο Έρως παριστανόταν συχνά από τους αρχαίους ποιητές να βαστά στα χέρια του μανδραγόρα και η Κίρκη τον αναμείγνυε στα μαγικά της φίλτρα. Όλες αυτές οι παραδόσεις προέρχονταν προφανώς από τη σύμπτωση των φαρμακευτικών ιδιοτήτων του φυτού και από την ομοιότητά του με το σχήμα του ανθρώπινου σώματος.
Στα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα, ο μανδραγόρας αποκαλούνταν “Homunculus”, δηλαδή “μικρό ανθρωπάκι” και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους Αλχημιστές, για τους οποίους απετέλεσε έμπνευση να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν ανθρώπινες μινιατούρες.
Εκείνα τα ζοφερά χρόνια του σκοταδισμού, φαντάζονταν τον μανδραγόρα ως ένα είδος καλικάντζαρου, ο οποίος τις νύχτες εξαπέλυε σπαρακτικούς στεναγμούς και τραγουδούσε μελωδίες αβάστακτου πόνου. Ήταν καταδικασμένος ο δυστυχής εκείνος, που θα τολμούσε να τον ξεριζώσει, δίχως να λάβει τις πρέπουσες προφυλάξεις. Το μαγικό φυτό θα τον έκανε να χάσει τα λογικά του ή θα τον σκότωνε αμέσως.
Για να αφαιρέσει κανείς από τη γη έναν μανδραγόρα, απαιτούνταν μια ειδική τελετή μύησης. Τρία πρόσωπα είχαν τη δύναμη να τον αποσπάσουν από το χώμα: ο μάγος, ο μαγγανευτής και η παρθένος, μα αυτό συνέβαινε μόνο καταμεσής της νύχτας. Το άτομο, που αναλάμβανε την περισυλλογή, συνήθως μια παρθένος, βάδιζε κατανυκτικά με μια λαμπάδα, την οποία έσβηνε, μόλις έφτανε στο σημείο, όπου είχε φυτρώσει ο μανδραγόρας.
Κατόπιν, χάραζε γύρω του τρεις κύκλους, με το ξίφος που κρατούσε στα αριστερά της. Έπειτα, έκοβε μια μακριά πλεξίδα των μαλλιών της και την έδενε από το ένα άκρο στο φυτό και από το άλλο σ’ έναν σκύλο.
Μετά, άρχιζε να τρέχει, απομακρυνόμενη από την περιοχή, βγάζοντας άγριες κραυγές. Ο σκύλος, που ήθελε να την ακολουθήσει, ξερίζωνε εν τέλει το μαγικό φυτό, το οποίο το παρέσερνε μαζί του. Τη στιγμή που ο μανδραγόρας ξεπρόβαλε από τη γη, έκραζε με γοερή φωνή και αλίμονο σε όσους βρίσκονταν κοντά! Ήταν καταδικασμένοι σε τρέλα ή σε θάνατο.
Ο William Shakespeare έγραφε σε έργο του: “Κραυγάζετε, όπως οι μανδραγόρες, όταν τους ξεριζώνουν από τη γη, ενώ οι θνητοί, που τους ακούν, τρελαίνονται”.
Η ρίζα του παντοδύναμου αυτού φυτού θεωρούνταν πολυτιμότατη. Δεν υπήρχε ευδαιμονία στον κόσμο, που να μην μπορούσε να την προσφέρει στον κάτοχό του. Οι μάγοι και οι μάγισσες είχαν πάντοτε μαζί τους μανδραγόρα, για να τους αυξάνει τη μαγική τους δύναμη, ενώ οι γυναίκες του 17ου και 18ου αιώνα, πάσχιζαν να εξασφαλίσουν έστω κι ένα μικρό τμήμα του, ώστε να βιώσουν την απόλυτη ερωτική ευτυχία.
0 comments :
Post a Comment