Το «Όταν ο ήλιος…» (1971) είναι το τρίτο μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή και η καταξιωμένη συγγραφέας καταπιάνεται με μια σκοτεινή εποχή της ελληνικής ιστορίας (την Κατοχή), όπου ο καθένας πασχίζει να βρει έναν τρόπο για να επιβιώσει και είναι υποχρεωμένος να καταφύγει σε όλα τα μέσα, δίχως όμως να ξεχνά ποτέ την ανάγκη για ελευθερία. Και μέσα σ’ αυτή τη φρίκη, τα παιδιά. Η Ζωή θα μεγαλώσει στη φρίκη της πείνας, θα ελπίσει όταν οι μεγάλοι θα πάρουν τα όπλα να αποτινάξουν τον ζυγό, θα κλάψει, θα θελήσει –παιδί δεν είναι;– να χαρεί. Γύρω της ένας κόσμος παράξενος, σκληρός, ανάλγητος, που τρέχει να γλιτώσει, που τρέχει να βρει ένα κομμάτι ψωμί, οι εκτελέσεις, η αισιοδοξία πως όλα θα τελειώσουν… Τα μάτια της θα δουν πολλά. Θα υποφέρει, θα γνωρίσει την ελπίδα, θα ζήσει μ’ αυτήν ώσπου να έρθει το τέλος του κακού. Κι όταν έρθει, τότε θα μετρήσει τις πληγές και θα προχωρήσει.
Διαβάστε μερικά αποσπάσματα από το μυθιστόρημα:
«…Από τη Δευτέρα που πρωτοχτυπήσανε οι σειρήνες αλλάξανε όλα. Εκείνος ο διαπεραστικός μακρόσυρτος ήχος αναποδογύρισε τη ζωή μας. Τον είχα ακούσει κι άλλες φορές, όταν κάνανε δοκιμές. Μα δεν ήταν ο ίδιος. Έτρεξα στο μπαλκόνι. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες. Οι άνθρωποι στο κατώφλι στέκονταν με τα νυχτικά τους. Κοιτούσαν τον ουρανό. Ήταν γαλάζιος με κάτι ξεφτισμένα συννεφάκια. Λες και θ’ άρχιζε το καλοκαίρι. Όμορφο που ήταν το πρωινό! Στην αρχή άκουσα τη λέξη: πόλεμος κι ύστερα οι κουβέντες δυνάμωσαν. Μιλούσανε όλοι μαζί και δεν καταλάβαινα. Η μητέρα είχε ρίξει μια ρόμπα πάνω στους ώμους της. Έμοιαζε σαστισμένη. «Τι τρέχει;» ρωτούσε τον πατέρα. Εκείνος δεν ήξερε να της πει, γιατί εμείς δεν έχουμε ραδιόφωνο. Ο Μήτσος, ο γιος της γειτόνισσας τα ήξερε όλα. Από το μπαλκόνι του φώναζε δυνατά να τον ακούνε και οι άλλοι που είχανε βγει στα παράθυρα. Έλεγε πως άρχισε πόλεμος με τους Ιταλούς. Στις τρεις το πρωί πήγε ο πρεσβευτής της Ιταλίας και βρήκε, λέει, τον Πρωθυπουργό μας και του είπε πως ο Μπενίτο Μουσολίνι, ζητούσε να παραδοθεί αμέσως η Ελλάδα στον Ιταλικό στρατό και πως ο Μεταξάς είχε πει όχι και πως στις πεντέμιση οι Ιταλοί είχανε επιτεθεί στα Αλβανικά σύνορα.
Η μητέρα του Μήτσου, μια χοντρή σαραντάρα, με ξεχτένιστα, ξέβαφα μαλλιά βγήκε κι εκείνη και μας είπε πως τώρα μόλις τα ιταλικά αεροπλάνα βομβαρδίσανε την Πάτρα και πως σκοτωθήκανε εκατό και πληγωθήκανε διακόσοι πενήντα…»
«…Ναι, σε μια μέρα όλα αλλάξανε. Η ζωή μας έγινε άνω κάτω. Τα σχολεία όπως το χε πει ο Μήτσος κλείσανε. Τα μαγαζιά κατεβάζουν τα ρολά από τις πέντε τ’ απόγευμα. Σ’ όλα τα παράθυρα κρεμάσαμε μαύρες κουρτίνες για να μην περνάει το φως τη νύχτα και βλέπουνε την πόλη τα ιταλικά αεροπλάνα. Με την Ειρήνη κολλήσαμε πάνω στα τζάμια σταυρωτές λουρίδες άσπρο χαρτί. Αν βομβαρδίσουν και σπάσουν να μην πεταχτούν τα γυαλιά. Απανωτοί συναγερμοί. Κάθε φορά που ακούγονται οι σειρήνες πρέπει να κατεβαίνουμε στο καταφύγιο. Έχουμε ένα στη διπλανή πολυκατοικία. Εκεί στριμώχνεται όλη η γειτονιά. Οι εφημερίδες γράψανε πως η Αθήνα κηρύχτηκε ανοχύρωτη πόλις κι έτσι δεν έχουν το δικαίωμα να τη βομβαρδίσουνε. Αν το κάνουν, θα βομβαρδίσουμε και μεις τη Ρώμη…»
«…Ξύπνησα από τα χαράματα και πήγα και στάθηκα στην ουρά. Σαν ανθρώπινο φίδι ήταν. Έπιανε όλο το πεζοδρόμιο, σε λίγο η ουρά της ουράς είχε στρίψει στη γωνιά του δρόμου. Το κόλπο της κουβέρτας είναι σπουδαίο. Η Ειρήνη το σκέφτηκε. Τη ρίχνεις πάνω από το κεφάλι σου και κουκουλώνεσαι ολόκληρη. Στην αρχή ντρεπόμουνα, τώρα δε βαρυέσαι. Τα πόδια ωστόσο ξυλιάζουνε. Ποιος ξέρει πόσα χιλιόμετρα να κανα σημειωτόν σήμερα το πρωί. Και συνήθως οι «χοντρές» αργούν. Ποτέ δεν έρχονται στην ώρα τους. Τις σιχαίνομαι. Όλοι όσοι στέκονται στην ουρά τις σιχαίνονται. Είναι πάντα καλοχτενισμένες, καλοφροντισμένες και κείνο το χαμόγελο! Μια κουτάλα φασόλια κι ένα χαμόγελο. Στάμπα το χουνε βάλει στα μούτρα τους. Δεν είναι όλες τους χοντρές αλλά καλό παρατσούκλι τους βγάλανε τα παιδάκια. «Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ «. Έχει και συνέχεια: «θα πάω να το πω στον Ερυθρό Σταυρό πως είσαστε συνέταιροι εσείς οι δυο». Αυτό δεν το χω πολυκαταλάβει. Δηλαδή τι συνέταιροι; Ερυθρός σταυρός και κυρίες κλέβουνε; Γερμανοί και κυρίες; Δυο κυρίες μαζί που τρώνε τα φασόλια των παιδιών; Ο πατέρας λέει πως υπάρχουνε ένα σωρό θαυμάσιες, υπέροχες γυναίκες που έχουνε αναλάβει την υπόθεση των συσσιτίων κι εγώ λέω πως σίγουρα δε θα πεινάνε. Κι όταν θ’ ακούνε το μοιρολόι πρωί, μεσημέρι, βράδι: «πεινάω καλές μου κυρίες, πεινάω», θα νευριάζουνε κι από πάνω. Ναι, πεινάω κι εγώ, καλές μου κυρίες, κι ας μην είμαι κανένα σκελετωμένο αγοράκι. Η κοιλιά μου είναι φουσκωμένη σα μπαλόνι και πεινάω. Σήμερα λιποθύμισα και ίσως γι’ αυτό ν’ άργησε η μητέρα να γυρίσει από το τηλεφώνημα. Θα πέρασε από το «μαύρο χταπόδι» και θ’ άφησε το βραχιόλι της. Πεινάω, Ουφ, έμμονη ιδέα μου χει γίνει τούτο το ρήμα. Θα παίξω για να περάσει η ώρα. Θα βάλω τα ρήματα στη γραμμή, να παραβγούνε στο τρέξιμο. Το πεινάω τερματίζει πρώτο, δεύτερο ακολουθεί το κρυώνω, τρίτο το φοβάμαι και σε μεγάλη απόσταση πίσω τους το πονάω, το μισώ, το αγαπώ. Το γελώ, ξεφτίδι, ούτε ξεκίνησε από την αφετηρία…»
«…Ξεφτίσανε τα σύννεφα στον ουρανό κι ο ήλιος πορτοκαλής, χάνεται πίσω από τη θάλασσα. Για να ξεπορτίσουμε πρέπει να νυχτώσει κι η νύχτα αργεί να φτάσει. (Ποιος να μου το λεγε πως η νύχτα θα γινόταν σύντροφος ακριβός στον αγώνα;). Έχουμε ανοιχτή την μπαλκονόπορτα. Ένα ανάλαφρο αεράκι, της άνοιξης φύσημα, παλεύει τη φιλέ λιωμένη κουρτίνα μας. Το αντικρινό σπίτι λούζεται μέσα στο φως του δειλινού. Το Λενάκι κάθεται στο μπαλκόνι και νανουρίζει την κούκλα της. Θυμάμαι τον Άρη. Πού να βρίσκεται; και γιατί να φύγει; Ο Σέβα είχε δίκιο όταν έλεγε: «Εδώ στην Ελλάδα πρέπει να μείνουμε και ν’ αγωνιστούμε. Κάθε αγωνιστής κι από ένα χτύπημα στον εχθρό». Από τα ξημερώματα παίρνουμε τους δρόμους. Κουβαλάμε προκηρύξεις, παράνομες εφημερίδες, για να τις μοιράσουμε μόλις σκοτεινιάσει. Με χίλιες προφυλάξεις μαζευόμαστε στα σπίτια και συνεδριάζουμε. Συζητάμε, αποφασίζουμε αν θα γίνει ή δε θα γίνει η απεργία, αν θα βγούμε να φωνάξουμε στους δρόμους, τι θα γράψουμε πάνω στους άσπρους τοίχους της Αθήνας μας. Τα τσακάλια οι Γερμανοί ουρλιάζουν το θάνατο και μεις τον αψηφάμε…»
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΡΖ ΣΑΡΗ
Η Γεωργία Σαριβαξεβάνη Καρακώστα (πραγματικό όνομα της Ζωρζ Σαρή) γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 23 Μαΐου του 1925 στην Αθήνα. Η μητέρα της ήταν Γαλλίδα από τη Σενεγάλη και ο πατέρας της από το Αϊβαλί. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Ελλάδα, όπου τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο. Πριν ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές της, άρχισε ο πόλεμος του 1940. Στη διάρκεια του πολέμου η Ζωρζ Σαρή συμμετείχε στην Αντίσταση και στην ΕΠΟΝ. Το καλοκαίρι του 1962 άρχισε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα. Ο Θησαυρός της Βαγίας ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά που είχε γύρω της, όπως ομολογεί και η ίδια. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1969 και είχε μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση. Συνολικά έχει γράψει είκοσι μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τέσσερα θεατρικά παιδικά έργα και εννιά βιβλία για μικρά παιδιά. Επίσης, στο ενεργητικό της έχει δεκατέσσερις μεταφράσεις μυθιστορημάτων από τα γαλλικά. Όλα τα βιβλία της έχουν κάνει αρκετές επανεκδόσεις και μερικά από αυτά έχουν βραβευτεί. Το 1994 η Νινέτ βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου, καθώς επίσης και από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (το βραβείο μοιράστηκε με τη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου). Αργότερα, το 1999 ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου τής έδωσε ακόμη ένα βραβείο για το Χορό της ζωής. Το 1988 Τα Χέγια προτάθηκαν για το βραβείο Άντερσεν. Ήταν επίτιμο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Συγγραφέων από το 1972 μέχρι και τον θάνατό της. Πέθανε στις 9 Ιουνίου του 2012 σε ηλικία 87 ετών και στις 12 του ίδιου μήνα κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.
ΠΗΓΕΣ: http://www.thedailyowl.gr/zorz-sarri-otan-o-ilios/ , https://mytripssonblog.blogspot.com/2017/10/blog-post_28.html , https://wordpress64426.wordpress.com/2017/11/23/%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%83%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%AD%CE%BC%CF%80%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CF%88%CE%AD%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B6%CF%89/
0 comments :
Post a Comment