Για τους λόγιους του Μεσαίωνα, ο Αριστοτέλης ήταν «ο Φιλόσοφος». Είχε ξεπεράσει σε φήμη και επιρροή τόσο πολύ όλους τους άλλους -ακόμα και τον Πλάτωνα- ώστε δεν χρειαζόταν κανένας άλλος προσδιορισμός. Στην Κόλαση του Δάντη είναι απλώς «ο δάσκαλος όσων γνωρίζουν». Ο Αριστοτέλης συνενώθηκε επιδέξια με τη χριστιανική θεολογία τον 13ο αιώνα, κυρίως από τον Θωμά τον Ακινάτη, και γρήγορα καθιερώθηκε ως το νέο δόγμα. Τους επόμενους τρεις αιώνες, η αυθεντία του Έλληνα φιλοσόφου παρέμεινε σχεδόν αδιαμφισβήτητη στη μεσαιωνική Ευρώπη και η παρουσία του ήταν αισθητή σε κάθε τομέα διανοητικής δραστηριότητας.
Ήταν τέτοιος ο σεβασμός που ενέπνεε ο Αριστοτέλης, ώστε η φιλοσοφία του (ή, μερικές φορές, η υποτιθέμενη φιλοσοφία του) συχνά γινόταν δεκτή και εφαρμοζόταν χωρίς καμία αμφισβήτηση. Μάλιστα, με το πέρασμα του χρόνου η εμμονή αυτή κατέληξε να παρεμποδίζει την πρόοδο, καταπνίγοντας την πρωτότυπη και ανορθόδοξη σκέψη. Αυτή η δουλική προσκόλληση στη φιλοσοφία του τελικά προκάλεσε αντιδράσεις. Η απερίφραστη απόρριψη της αριστοτέλειας θεωρίας κοσμοθεωρίας ήταν ένα από τα κύρια κίνητρα της διανοητικής και επιστημονικής επανάστασης που ξέσπασε στην Ευρώπη του 16ου αιώνα. Όμως, αν και το άστρο του Αριστοτέλη σίγουρα επισκιάστηκε στην περίοδο που ακολούθησε, η επιρροή του δεν εξαφανίστηκε ποτέ ολοκληρωτικά, και τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια ανανεωμένη εκτίμηση για τις πολλές και βαθιές ενοράσεις που παρέχει η φιλοσοφία του. Ιδιαίτερα στον τομέα της ηθικής, η κληρονομιά του, ενέπνευσε μια χαρακτηριστική προσέγγιση που ονομάστηκε «ηθική της αρετής».
Ο όρος «αριστοτέλειος» μπορεί φυσικά να αναφέρεται σε οποιαδήποτε από τις θεωρίες που διατύπωσε ο Αριστοτέλης, ο φημισμένος Έλληνας φιλόσοφος που υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Μεγάλου Αλέξανδρου και που ίδρυσε μια εξαιρετικά σημαντική φιλοσοφική σχολή (το Λύκειο) στην Αθήνα τον 4ο αιώνα π.Χ. Σήμερα, όμως, ο όρος «αριστοτελισμός» χρησιμοποιείται πιο συχνά σε σχέση με τη Σχολαστική φιλοσοφική παράδοση που ιδρύθηκε από τον Ακινάτη και άλλους επονομαζόμενους «Σχολαστικούς» της μεσαιωνικής περιόδου. Ο Σχολαστικισμός αναντίρρητα όφειλε πάρα πολλά στον Αριστοτέλη, αλλά -κατά έναν κάπως ειρωνικό τρόπο- οι όλο και πιο δογματικοί υποστηρικτές του, μέσα στην επιμονή τους να τον υπερασπίσουν, άρχισαν με το πέρασμα του χρόνου να εμφανίζουν βαθιά συντηρητικές τάσεις οι οποίες έρχονταν σε μεγάλη αντίθεση με το πραγματικό πνεύμα του έργου του.
Μερικές φορές λέγεται υπεραπλουστευτικά ότι η φιλοσοφία του Αριστοτέλη αναπτύχθηκε ως αντίδραση σε εκείνη του δασκάλου του, του Πλάτωνα. Στην πραγματικότητα η σχέση ανάμεσά τους είναι πολύ πιο πολύπλοκη. Ο Αριστοτέλης είναι πιο συστηματικός από τον δάσκαλό του και επιπλέον έχει πολύ μεγαλύτερο εύρος, καθώς έκανε σημαντικές και συχνά θεμελιακές συνεισφορές στη φυσική, στη βιολογία, στην ψυχολογία, στην πολιτική, στην ηθική, στη μεταφυσική, στη ρητορική, στην αισθητική, στη λογική, και σε πολλούς άλλους τομείς. Ενώ ο Πλάτωνας είχε το κεφάλι του (σχεδόν κυριολεκτικά) στα σύννεφα, ο Αριστοτέλης κρατά τα πόδια του γερά στη γη. Ενώ ο Πλάτωνας είναι εξώκοσμος και αφηρημένος, προτείνοντας μια υπερβατική σφαίρα υπέρτατης πραγματικότητας όπου μόνο εκεί είναι εφικτή η αληθινή γνώση, ο Αριστοτέλης είναι πεισματικά προσγειωμένος και συγκεκριμένος. Σέβεται πάντα την κοινή λογική και βρίσκει μια πλήρη και επαρκή πραγματικότητα στον κόσμο της εμπειρίας, επιμένοντας ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει γνήσια γνώση εδώ (και μόνο εδώ) με την επιμελή έρευνα και εξέταση. Είναι πάντα εμπειρικός και πρακτικός στις μεθόδους του: συγκεντρώνει στοιχεία, τα ταξινομεί και τα κατηγοριοποιεί, τα υποβάλλει σε μεθοδική και συστηματική ανάλυση, και μετά, με έναν προσεκτικό ορθολογικό και επαγωγικό τρόπο, αντλεί γενικευμένα συμπεράσματα με βάση την έρευνά του.
H Σχολαστική σύνθεση.
Η επιρροή του Αριστοτέλη διατηρήθηκε για αρκετούς αιώνες μετά τον θάνατό του -πρώτα από τη σχολή του, το Λύκειο, και μετά χάρη στο έργο διαφόρων σχολιαστών. Ξεχάστηκε μετά το 529 μ.Χ. όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε τις ειδωλολατρικές σχολές στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια. Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για το έργου του Αριστοτέλη στη Δύση του Μεσαίωνα ενθαρρύνθηκε αρχικά μέσα από λατινικές μεταφράσεις αραβικών κειμένων και σχολίων στο έργο του Αριστοτέλη. Τότε, και κυρίως χάρη στις προσπάθειες δύο Δομινικανών μοναχών (του Αλβέρτου του Μέγα και του μαθητή του, του Θωμά Ακινάτη), ο Αριστοτέλης καθιερώθηκε ως βασική ύλη για τα αναπτυσσόμενα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
Η επιρροή του Αριστοτέλη διατηρήθηκε για αρκετούς αιώνες μετά τον θάνατό του -πρώτα από τη σχολή του, το Λύκειο, και μετά χάρη στο έργο διαφόρων σχολιαστών. Ξεχάστηκε μετά το 529 μ.Χ. όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε τις ειδωλολατρικές σχολές στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια. Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για το έργου του Αριστοτέλη στη Δύση του Μεσαίωνα ενθαρρύνθηκε αρχικά μέσα από λατινικές μεταφράσεις αραβικών κειμένων και σχολίων στο έργο του Αριστοτέλη. Τότε, και κυρίως χάρη στις προσπάθειες δύο Δομινικανών μοναχών (του Αλβέρτου του Μέγα και του μαθητή του, του Θωμά Ακινάτη), ο Αριστοτέλης καθιερώθηκε ως βασική ύλη για τα αναπτυσσόμενα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
Εν μέρει ως αντίθεση στις υπερβατικές αφαιρέσεις των Νεοπλατωνικών θεολόγων, ο Ακινάτης επιδίωξε να διαμορφώσει μια ενιαία φιλοσοφία που ενέταξε πολλές πλευρές του αριστοτελικού ορθολογισμού μέσα στη χριστιανική θεολογία. Ενσωμάτωσε σε γενικές γραμμές την αριστοτέλεια φυσική (εξέταση των υλικών αντικειμένων), τη δυναμική (ανάλυση της θέσης και της κίνησης), την επιστημολογία (θεωρία για την απόκτηση διανοητικής γνώσης) και την κοσμολογία (ένα σύμπαν φτιαγμένο από τέσσερα στοιχεία -αέρα, γη, φωτιά και νερό- με μια ακίνητη Γη περιβαλλόμενη από ομόκεντρες κρυστάλλινες σφαίρες που συγκροτούν τους πλανήτες). Οι Πέντε Αποδείξεις του Ακινάτη για την ύπαρξη του θεού στηρίζονται όλες σε κάποιο βαθμό σε επιχειρήματα του Αριστοτέλη. Πάνω από όλα, διαμορφώνοντας αυτή τη φυσιοκρατική εκδοχή του Χριστιανισμού, ο Ακινάτης -όπως και ο Αριστοτέλης, αλλά σε εναντίωση με τους Νεοπλατωνιστές- προσπαθούσε να υπερασπίσει την αντίληψη ότι οι άνθρωποι είναι γνήσια υπεύθυνοι για τις πράξεις τους.
Η ίδια η επιτυχία της σύνθεσης του Ακινάτη αποδείχθηκε τελικά και η καταστροφή της. Ο αριστοτελισμός εδραιώθηκε γρήγορα ως αδιαμφισβήτητο δόγμα, και μερικά από τα πιο εικοτολογικά μέρη του, όπως η εικόνα του Αριστοτέλη για το σύμπαν, άρχισαν να γίνονται όλο και πιο ευπρόσβλητα από επιθέσεις καθώς προόδευε η επιστημονική γνώση. Η τελεολογική ουσιαστικά εξήγηση της φύσης -η ιδέα ότι οι βιολογικοί οργανισμοί, τα συστήματα και οι διαδικασίες μπορούν να εξηγηθούν με βάση τον στόχο ή τον σκοπό τους- παρέμεινε η ορθόδοξη άποψη για πολύ καιρό, παρόλο που ήδη τα θεμέλιά της είχαν υπονομευθεί σημαντικά από προόδους στην αστρονομία, τη μηχανική και αλλού. Οι οπαδοί του Αριστοτέλη συχνά δεν βοηθούσαν τα πράγματα, καθώς επέμεναν πεισματικά να υπερασπίζονται ακόμη και τα λιγότερο υποστηρίξιμα μέρη της φιλοσοφίας του δασκάλου τους. Το 1624 το Κοινοβούλιο του Παρισιού αποφάσισε ότι, «επί ποινή θανάτου κανείς δεν θα ασπάζεται ούτε θα διδάσκει οποιαδήποτε θεωρία που διαφωνεί με τον Αριστοτέλη».
Μια τελική ειρωνεία ήταν το γεγονός ότι, στο αποκορύφωμα της επιστημονικής επανάστασης, μία από τις κύριες επικρίσεις κατά του αριστοτελισμού ήταν ο σκοταδισμός και ο δογματισμός του. Μετά από τόσο πολύ καιρό η επιμονή του Αριστοτέλη στην εμπειρική και επιστημονική μεθοδολογία είχε πια ξεχαστεί.
*το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Ben Dupre 50 Μεγάλες ιδέες που άλλαξαν τον κόσμο, το οποίο μέσα σε λίγα λεπτά αναλύει με εύληπτο τρόπο τις κυριότερες φιλοσοφικές θεωρίες
dioptra.gr
0 comments :
Post a Comment