Σε ηλικία 80 ετών έφυγε σήμερα από τη ζωή από ανακοπή καρδιάς ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος Μάνος Ελευθερίου.
Είχε βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών για τη συνολική προσφορά του στον χώρο των γραμμάτων.
«Είναι μια φυσική συνέπεια ο θάνατος. Το δραματικό είναι να φεύγουν νέοι άνθρωποι», έλεγε πρόσφατα ο ίδιος στην «Εφημερίδα των Συντακτών», σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του («Οποιος σηκώνει κεφάλι του το κόβουνε…», 24.03.2018) και πρόσθετε:
«Έχω μεγαλώσει. Εφτασα σε μια ηλικία που διασκεδάσεις, γάμοι, βαφτίσια, στρατοδικεία όχι δικά μου φίλων μου, λογής λογής διαδηλώσεις, έρωτες, πάθη, διαβάσματα, θέατρα, κινηματογράφοι όλα αυτά που συνθέτουν τη ζωή ενός ανθρώπου μού φαίνονται τώρα σαν να έγιναν όλα μαζί χθες το βράδυ. Συμπυκνώθηκε ο χρόνος».
Ο Μάνος Ελευθερίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός. Σε ηλικία 14 ετών έρχεται με την οικογένειά του από τη Σύρο στην Αθήνα.
Το 1955 γνωρίζεται με τον Άγγελο Τερζάκη, ο οποίος τον ωθεί να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής.
Το 1956 γράφεται στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, Γιώργο Θεοδοσιάδη και Γρηγόρη Γρηγορίου.
Το 1960 στα Ιωάννινα, όπου βρέθηκε για τη στρατιωτική του θητεία, αρχίζει να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα.
Το 1962 σε ηλικία μόλις 24 ετών δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Συνοικισμός», με δικά του χρήματα αλλά δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία.
Την ίδια εποχή στα Ιωάννινα γράφει τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Τον Οκτώβριο του 1963 ξεκινά να εργάζεται στο «Reader’s Digest», όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ κυκλοφορούν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, «Το διευθυντήριο» (1964) και «Η σφαγή» (1965), για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές.
Το 1964 παρουσιάζεται στην ελληνική δισκογραφία. Συνεργάζεται με τον συνθέτη Χρήστο Λεοντή καθώς και τον Μίκη Θεοδωράκη (1967), με τον οποίο η συνεργασία διακόπηκε λόγω της δικτατορίας. Τα συγκεκριμένα τραγούδια πρωτοκυκλοφόρησαν το 1970 στο Παρίσι.
Συνεργάστηκε με τον Δήμο Μούτση («Άγιος Φεβρουάριος», 1971) και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον δίσκο «Θητεία», του οποίου η ηχογράφηση άρχισε τον Νοέμβριο του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974 με τη Μεταπολίτευση.
Κατά καιρούς είχε συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Έλληνες συνθέτες, όπως με τον Σταύρο Κουγιουμτζή και τον τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα καθώς και με το Θανάση Γκαϊφύλλια στην «Ατέλειωτη Εκδρομή» (1975), τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Αντώνη Βαρδή και πολλούς άλλους.
Παράλληλα έγραφε και εικονογραφούσε παραμύθια για παιδιά.
Τη δεκαετία του '90 αρθρογραφεί και συγχρόνως κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές στον Αθήνα 9,84 και στο Δεύτερο Πρόγραμμα.
Το 1994 εκδίδει τη πρώτη του νουβέλα με τίτλο «Το άγγιγμα του χρόνου».
Το 2004 δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο Καιρός των Χρυσανθέμων», που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2005.
Το 2013 ο Μάνος Ελευθερίου βραβεύθηκε για την συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών.
www.efsyn.gr
Πολλές φορές βλέπω στον ύπνο μου σκηνές από την παιδική μου ηλικία.
Είμαι καθισμένος στην τάξη και με σηκώνει ο δάσκαλος να πω μάθημα και, βεβαίως, δεν ξέρω.
Αυτός ο τρόμος τού να μην ξέρω το μάθημα, με ακολουθεί πάντα.
Όπως και ο τρόμος των μαθηματικών.
Ως παιδί, στο δημοτικό διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Την εφημερίδα που παίρναμε καθημερινώς τη μάθαινα απ' έξω. Το ίδιο και το αναγνωστικό, αλλά καλός μαθητής δεν υπήρξα ποτέ.
Άργησα να μάθω ότι υπήρχαν βιβλία λογοτεχνίας.
Η Σύρος, όπου γεννήθηκα, δεν είχε καμία αίγλη, παρά μόνο απόλυτη φτώχεια. Ειδυλλιακές στιγμές θυμάμαι ελάχιστες, από εκδρομές που πηγαίναμε στα χωριά. Μου 'ρχεται στη μνήμη η εικόνα απ' όταν βγάζαμε αχινούς από τη θάλασσα, τους ανοίγαμε με προσοχή, ρίχναμε λεμόνι και τους τρώγαμε.
Η αστική τάξη είχε αποδράσει προ πολλού στην Αθήνα και αλλού. Τα αρχοντικά τους έρεβαν. Στην Κατοχή ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού πέθανε από την πείνα.
Κατηγορούσαν τους Καθολικούς που είχαν τα χωράφια και τα καλλιεργούσαν, αλλά η σοδειά τους πήγαινε στους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και όταν ξέσπασε ο πόλεμος αποκλείστηκε στο εξωτερικό. Τον γνώρισα στα επτά μου, μετά την απελευθέρωση. Ξαφνικά, ήρθε ένας ξένος κι έμεινε στο σπίτι μας.
Μέχρι τότε ήμασταν εγώ, η μικρότερη αδελφή μου και η μητέρα μου.
Μετά, προστέθηκαν και άλλα δυο αδέλφια. Λυπάμαι για ό,τι κακό γίνεται στην Αθήνα και χαίρομαι έστω και για το ένα πετραδάκι που μπαίνει.
Είναι ο τόπος όπου μεγάλωσα και καθώς εδώ μάλλον θα πεθάνω, θέλω να είναι ένας ωραίος τόπος.
Με φοβίζει ότι κανένας δεν σκέφτεται το μέλλον αυτού του τόπου.
Πρωτοάρχισα να βλέπω θέατρο στην ηλικία των 12.
Είδα μερικούς θιάσους επιθεωρησιακούς και κάποια μπουλούκια.
Θυμάμαι σπουδαίους θεατρίνους που τους ξαναείδα αργότερα στην Αθήνα, όπως ο Κώστας Χατζηχρήστος, ο Κυριάκος Μαυρέας, που θεωρούνταν ο μεγαλύτερος Έλληνας κωμικός, η Μπέμπα Δόξα, μια δόξα πραγματική.
Δεν ένιωθα ακόμα καμιά καλλιτεχνική τάση.
Εγώ, εκείνα τα χρόνια, έλεγα ότι θα γίνω μηχανικός στα καράβια. Δεν ήξερα τι σήμαινε αυτό. Όπως δεν ήξερα τι σήμαινε να είναι κανείς λογοτέχνης, μέχρι που άκουσα τη λέξη πρώτη φορά από έναν καθηγητή μου με αφορμή το θάνατο του Ξενόπουλου και κάτι σκίρτησε μέσα μου.
Στα 14 ήρθαμε με την οικογένειά μου στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια μείναμε στο Χαλάνδρι. Εκεί γνώρισα σπουδαίες παρέες, τις οποίες διατηρώ μέχρι σήμερα. Το 1960 μετακομίσαμε στο Νέο Ψυχικό και έκτοτε, δηλαδή τα τελευταία 55 χρόνια, ζω εδώ. Όσο ζούσαν οι γονείς μου, έμενα μαζί τους. Δεν σκέφτηκα ποτέ να μείνω μόνος.
Με ενδιέφερε να γράψω θέατρο κι έτσι γνώρισα τον Άγγελο Τερζάκη, ο οποίος με ώθησε να παρακολουθήσω μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Παράλληλα, παρακολουθούσα δωρεάν όλες τις παραστάσεις του κι έτσι είδα σπουδαίες ερμηνείες της Παξινού και του Μινωτή. Εκεί, εν έτει 1955, συνάντησα πολλούς μετέπειτα γνωστούς ηθοποιούς, αλλά και τον Μάνο Χατζιδάκι που έκανε πρόβες σε μια τραγωδία. Μετά, γράφτηκα στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου, όπου είχα καθηγητές τον σπουδαίο Χρήστο Βαχλιώτη, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και τον Γρηγόρη Γρηγορίου. Η μαθητεία μου στα βιβλία μού έκανε καλό. Συνειδητοποίησα από νωρίς ότι ήμουν ένας προοδευτικός άνθρωπος, χωρίς όμως να με ενδιαφέρουν τα κόμματα.
Ήξερα ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ένα κουτάκι ξεχωριστό που κλείνει διάφορα μέσα του.
Μπήκα πρώτη φορά σε καφενείο στου Ζαχαράτου, το ωραιότερο της Αθήνας. Καθόμασταν με την παρέα μου ανάμεσα σε υπέργηρους κυρίους και συζητούσαμε με τις ώρες. Ένα διάστημα δούλεψα στο Jimmy's Bar, γωνία Βαλαωρίτου και Βουκουρεστίου. Η Αθήνα τότε μου φαινόταν σαν προέκταση της Ερμούπολης. Άρχισα να συλλέγω παλιές καρτ-ποστάλ και νόμιζα ότι όλη η Ελλάδα ήταν έτσι. Μετά το 1962 άρχισαν τα δυσάρεστα, να γκρεμίζουν όλα τα νεοκλασικά και να κτίζουν πολυκατοικίες. Καθ' όλη τη δεκαετία του '60 υπήρχε μεγάλη οικοδομική άνθιση.
Τα πολιτικά γεγονότα της εποχής τα έζησα από κοντά. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά τις συγκεντρώσεις της Ενώσεως Κέντρου, του ΚΚΕ, της ΕΡΕ του Καραμανλή. Όπως και τις κηδείες του Πέτρουλα και του Λαμπράκη.
Χιλιάδες κόσμου είχε κατέβει και οι μπετατζήδες κρατούσαν τα χέρια τους σταυρωτά ώστε να συγκρατήσουν το πλήθος μακριά από τα φέρετρα.
Το ότι υπήρχε άγριο παρακράτος το ένιωθες.
Υπήρξε μια ανάσα όταν έγινε πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου, αλλά η αστυνομία ήταν παντού. Σου ζητούσαν ταυτότητα ακόμα και στο ζαχαροπλαστείο όπου καθόσουν. Ήταν άγρια χρόνια και δεν θα ήθελα να επιστρέψουν.
Κατάλαβα ότι είμαι συγγραφέας, ότι θα αφιερωθώ σε αυτό, όταν πήγα στρατιώτης.
Ιδίως από τον Αύγουστο του 1960 που βρισκόμουν στα Γιάννενα. Είχα ένα καλό πόστο σε γραφείο και είχα πάρα πολλές ώρες ελεύθερες.
Μου είχαν παραχωρήσει και μια γραφομηχανή σε μια μικρή αποθήκη που είχα σαν δικό μου δωμάτιο κι έγραφα ακατάπαυστα, θεατρικά έργα και ποιήματα. Τα περισσότερα τα έσκισα μετά το τέλος της θητείας μου και σώθηκαν μόνο τρία που είχα ξεχάσει μέσα στον Τοίχο του Σαρτρ, τον οποίο μού έστειλε η αδελφή μου να τον διαβάσω. Νόμιζα ότι τα είχα καταστρέψει, αλλά αυτά επέζησαν από αυτή την παραξενιά της τύχης. Δεν ήταν της προκοπής.
Δεν χρειαζόταν να μου το πεις κάποιος, το καταλάβαινα.
Έκανα παρέα τότε με τον Αλέξη Δαμιανό, ο οποίος τα έβρισκε πολύ «ποιητικά».
Έβγαλα τον Συνοικισμό, τη πρώτη μου ποιητική συλλογή, το 1962, με 1.500 δραχμές που μου έστειλε ο πατέρας μου. Τεράστια αποτυχία, αν και έγραψαν δυο-τρεις άνθρωποι.
Θυμάμαι με μεγάλη συγκίνηση ότι έδωσα πέντε αντίτυπα στον Στρατή Φιλιππότη, όπως και στον κύριο Παπαδόπουλο, στο ελληνικό τμήμα του εξαίσιου βιβλιοπωλείου του Ελευθερουδάκη, γωνία Σταδίου και πλατεία Συντάγματος. Μου ζήτησε κι έκανα μια μεγάλη αφίσα 50x70, την οποία έβαλε στη βιτρίνα. Πουλήθηκαν μερικά κι έτσι πήρα κάποια λεφτουδάκια. Τα υπόλοιπα αντίτυπα τα κατέστρεψα –η πρώτη από τις τρεις καταστροφές βιβλίων μου που έκανα– και κράτησα μόνο ένα. Όσο βρισκόμουν στα Γιάννενα, ο φίλος Βαγγέλης Καπετανάκης μου ζήτησε να γράψω στίχους για τραγούδια για τον Κώστα Καπνίση. Τα έγραψα, αλλά ποτέ δεν έμαθα την τύχη τους. Ούτε τον ρώτησα ποτέ, αν και καρδιακός φίλος. Ανάμεσά τους ήταν και το «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που αργότερα έδωσα στον Μίκη Θεοδωράκη.
Πάντως, εκείνος μου πέρασε το μικρόβιο, μου άρεσε η ιδέα και άρχισα να γράφω τραγούδια.
Μέχρι τότε άκουγα μόνο λαϊκά από το ραδιόφωνο. Εκεί που έπαθα το πραγματικό τραμπάκουλο ήταν όταν μου έβαλε ο Σάββας Χαρατσίδης να ακούσω από ένα δισκάκι 45 στροφών τα τραγούδια του Θεοδωράκη σε στίχους Γιώργου Σεφέρη με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Αυτή ήταν η μεγάλη ανατροπή της ζωής μου. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει με το ελληνικό τραγούδι, ότι κάτι άλλαζε, ότι επιτέλους φεύγαμε από την τρομοκρατία της ομοιοκαταληξίας, οδηγούμασταν στον ελεύθερο στίχο, αυτό που ήθελα να κάνω και ο ίδιος.
Έπιασα δουλειά τον Οκτώβριο του 1963 στο «Reader's Digest», όπου έμεινα για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ κυκλοφόρησαν τα δύο πρώτα μου βιβλία με διηγήματα και γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές. Θα τα χαρακτήριζα καφκικά. Άρεσαν πολύ σε ανθρώπους όπως ο Ηλίας Βενέζης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος.
Η Ελένη Ουράνη, σε μια στιγμή έξαρσης, μου χάρισε τα χειρόγραφα του άντρας της. Όταν με κάλεσε ο Μίκης Θεοδωράκης στη Νέα Σμύρνη να ακούσω τη μελοποίηση των τραγουδιών μου ένιωσα σαν να έπαιρνα το παράσημο της περικνημίδος!
Δυστυχώς, ήταν λίγο πριν από τη χούντα και τελικά τα ηχογράφησε στο Παρίσι το 1971 με τον Αντώνη Καλογιάννη και τη Μαρία Δημητριάδη.
Ο Μίκης ήταν από τις λίγες περιπτώσεις που ενδιαφέρονταν για στίχους με κοινωνικά θέματα. Έκανε αντίσταση ακόμα και σε αυτό. Ακολουθούσαν ο Δήμος Μούτσης και ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο οποίος θέλησε να τραβήξει έναν νέο δρόμο στη δισκογραφία, κάτι που το κατόρθωσε και το επέβαλε. Έτσι ήταν και ο Μικρούτσικος και ο Νικολόπουλος. Στον καθένα έδινα εκείνο που του πήγαινε περισσότερο ως ψυχοσύνθεση και προσωπικότητα.
Όταν ξεκινάω να γράψω ένα νέο τραγούδι, λέω από μέσα μου έναν στίχο: «Στης ερημιάς την πόρτα».
Σκέφτομαι μια πόρτα στο αέρα και ξεκινάω να γράφω.
Θα μπορούσα να μην ανοίξω την πόρτα.
Πρώτο μεγάλο μου σουξέ ήταν το «Ο χάρος βγήκε παγανιά» με τον Μητροπάνο το 1971.
Έβγαλα πάρα πολλά λεφτά, αν και θα είχα βγάλει ακόμα περισσότερα, αν έγραφα ερωτικά.
Θα είχα πάρει ένα σπιτάκι, ώστε να μην είμαι τώρα στο ενοίκιο. Πάντως, τα λεφτά έπιασαν τόπο, αγοράζοντας έργα τέχνης και σπάνια βιβλία, τα οποία μπορούν να πουληθούν σε δύσκολες εποχές. Καθιερώθηκα με τη «Θητεία» το 1974, αν και είχε γίνει μεγάλο άνοιγμα ήδη από το 1971 με τον «Άγιο Φεβρουάριο» και μετά με τα «Τροπάρια για φονιάδες» το 1977. Ιδανικό ερμηνευτή των τραγουδιών μου θα έλεγα τον Γιώργο Νταλάρα στο «Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια». Ιδανικά, επίσης, είπε η Βίκυ Μοσχολιού τη «Μαρκίζα».
Πολλά από τα τραγούδια που έδινα μού τα επέστρεφαν και με το δίκιο τους. Αυτό σημαίνει ότι οι συνθέτες έχουν μυαλό και δεν είναι τα ζώα που λένε. Το να γράφεις τραγούδια είναι εντελώς διαφορετικό από την ποίηση ή τα πεζά. Πρόσφατα τόλμησα ορισμένα νέα πράγματα με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και κατάλαβα ότι ανάλογα θα μπορούσα να έχω γράψει και στο παρελθόν.
Η επιτυχία μού άνοιξε πολλές πόρτες, αλλά μου έκλεισε άλλες.
Άρχισα να γράφω μυθιστορήματα και άλλα βιβλία. Έτσι, επανήλθα στην παλιά μου αγάπη, το θέατρο, με την Εποχή των Χρυσανθέμων, για μια πρωταγωνίστρια του 19ου αιώνα, και τη Γυναίκα που πέθανε δυο φορές, όπου μέσα από τη ζωή της Ελένης Παπαδάκη θίγω την ανθρωποθυσία που έγινε στην Ελλάδα.
Πήγαν χιλιάδες άνθρωποι και από τις δύο πλευρές, τζάμπα και βερεσέ. Φοράω κασκέτο από τα 25 μου γιατί είχα πάντα φαλάκρα και κρύωνα. Δεν το έκανα από στυλ.
Έχω καμιά πενηνταριά κασκέτα στη συλλογή μου κι όποιος θέλει έρχεται και παίρνει.
Έκλεισα 60 χρόνια στην Αθήνα τον περασμένο Οκτώβριο, αλλά τιμώ πάντοτε την ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Σύρο. Λυπάμαι για ό,τι κακό γίνεται στην Αθήνα και χαίρομαι έστω και για το ένα πετραδάκι που μπαίνει. Είναι ο τόπος όπου μεγάλωσα και καθώς εδώ μάλλον θα πεθάνω, θέλω να είναι ένας ωραίος τόπος. Με φοβίζει ότι κανένας δεν σκέφτεται το μέλλον αυτού του τόπου.
Πηγή: www.lifo.gr
0 comments :
Post a Comment